Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣτΕ για την πρότυπη δίκη Η ΑΔΕΔΥ κατά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών

Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ  ΠΡΟΣ ΤΟ ΣτΕ  για την πρότυπη δίκη
         Η ΑΔΕΔΥ  κατά του
Υπουργού Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών
            Δικάσιμος : 6 Ιουνίου 2025
--------------- Ε201/2025 ---------------
Η υπό κρίση αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την από 16 Ιανουαρίου 2025 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και την από 28 Μαρτίου 2025 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 περ. (α) και (γ), 20Α και 21 του κωδ. π. δ/τος 18/1989 (Α΄8).
Με την αγωγή αυτή ο ενάγων, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, ζήτησε από το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση ποσό ύψους έξι χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ (6.278 ευρώ), που αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη λόγω της αντίθετης, όπως ισχυρίζεται, προς το Σύνταγμα, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Οδηγία 2022/2041/ΕΕ παράλειψης του κοινού νομοθέτη να προβεί σε επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου στο ύψος που προβλέπονταν από το άρθρο 9 του ν. 3205/2003 (Α΄ 203). Ειδικότερα, η παράλειψη αυτή αντίκειται κατά τον ενάγοντα προς τις ρυθμίσεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 25, 103 του Συντάγματος, του άρθρου 31 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ (L 275), άλλως ζητείται το ποσό αυτό ευθέως, μέσω δηλ. της επέκτασης και στον ενάγοντα των σχετικών ρυθμίσεων που περιέχουν τα άρθρα 136 και 213 του κωδ. π. δ/τος 80/2022 «Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου» (Α΄ 80), λόγω της επιβαλλόμενης εκ της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Στη δίκη παρενέβη ήδη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου και υπέρ του ενάγοντος η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.), η οποία αποτελεί την τριτοβάθμια συνδικαλιστική ένωση των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων Ελλάδος του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.
Προς το Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν διαβιβασθεί υπηρεσιακώς [υπό τους όρους των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρ. 1 ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως ήδη αυτή ισχύει μετά το άρ. 26 ν. 5119/2024 (Α΄ 103)] υπομνήματα α) της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος» [ΠΟΕΠΛΣ], η οποία κατέθεσε στις 20.5.2025 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών υπόμνημα επί της εκκρεμούσας από 15.5.2025 αγωγής του Τσιάνου Παναγιώτου (αρ. κατάθεσης ΑΓ2736/16.5.2025), στην εκκρεμή δίκη της οποίας έχει ασκήσει παρέμβαση και έχει καταστεί διάδικος, β) της Χρυσάνθης Τσαγκάρη (κλπ. 16) και γ) της Θεώνης Ανδριοπούλου, οι οποίες έχουν ασκήσει τις με αρ. κατάθεσης ΑΓ 2825/2025 και ΑΓ 1502/2025, αντίστοιχα, αγωγές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Τα ως άνω υπομνήματα κατατέθηκαν ενώπιον του ανωτέρω διοικητικού δικαστηρίου στις 21.5.2025.
Εν προκειμένω, ο ενάγων εκθέτει ότι είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας και ειδικότερα εκπαιδευτικός, διορισμένος από το 2010, κατηγορίας ΠΕ και κλάδου ΠΕ 70, με οργανική θέση στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αλικαρνασσού. Με την ένδικη αγωγή ζητά να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.278 ευρώ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2023 και 2024: α) αποζημίωση λόγω της αντίθετης, κατά τους ισχυρισμούς του, σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 25, 103 Συντάγματος, άρθρο 31 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ) παράλειψης του νομοθέτη να προβεί σε επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο στο ύψος που προβλεπόταν στο άρθρο 9 του ν. 3205/2003, άλλως β) ευθέως, μέσω επέκτασης και στον ενάγοντα των σχετικών ρυθμίσεων που περιέχουν τα άρθρα 136 και 213 του κωδ. π. δ/τος 80/2022 «Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου», λόγω της επιβαλλόμενης εκ της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους. Ειδικότερα, ο ενάγων ζητεί να του καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση: α) για το έτος 2023, ποσό ύψους 3.010 ευρώ (1.505 € x 2), το οποίο αναλύεται σε επίδομα Χριστουγέννων ποσού ίσου με τις μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές του, ήτοι ύψους 1.505 ευρώ, σε επίδομα Πάσχα ποσού ίσου με το ήμισυ των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών του, ήτοι ύψους 752,50 ευρώ και σε επίδομα αδείας ποσού ίσου με το ήμισυ του βασικού μισθού, ήτοι ύψους, επίσης 752,50 ευρώ και β) για το έτος 2024, ποσό ύψους 3.268 ευρώ (1.634  € x 2), το οποίο αναλύεται σε επίδομα Χριστουγέννων ποσού ίσου με τις μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές του, ήτοι ύψους 1.634 ευρώ, σε επίδομα Πάσχα ποσού ίσου με το ήμισυ των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών του, ήτοι ύψους 817 ευρώ και σε επίδομα αδείας ποσού ίσου με το ήμισυ του βασικού μισθού, ήτοι ύψους, επίσης 817 ευρώ.
Σε αντίκρουση των ανωτέρω, το εναγόμενο Δημόσιο, με την υπό στοιχεία 2/37752/ΔΕΠ/6.5.2025 έκθεση απόψεων και το από 16.5.2025 υπόμνημά του, αντιτείνει ότι στην ένδικη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται παράνομη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου και ειδικότερα αστική ευθύνη από τη μη θεσμοθέτηση εκ μέρους του νομοθέτη της καταβολής των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους και λειτουργούς εν γένει του δημοσίου τομέα. Τούτο δε, διότι η μη θεσμοθέτηση των ως άνω παροχών -κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου- είναι θεμιτή και απολύτως δικαιολογημένη, εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον και εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που έχει χαραχθεί από τον νομοθέτη με βάση τη δημοσιονομική κατάσταση και τις επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Χώρας τόσο για τα κρίσιμα, κατά τις αγωγικές αξιώσεις, έτη 2023 και 2024, όσο και μεταγενέστερα.
Παρατηρείται ότι το ζήτημα αυτό είναι (κατά μία άποψη) νομικά και λογικά πρότερο, αφού ανάγεται στην τεκμηρίωση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος της καθ’ όλου ρύθμισης του ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων. Οι ειδικότεροι ισχυρισμοί των διαδίκων επ’ αυτού εκτίθενται αναλυτικά παρακάτω, στον οικείο τόπο.
Περαιτέρω, ισχυρίζεται το Δημόσιο ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επίμαχων παροχών δεν παραβιάζεται οποιοσδήποτε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνας δικαίου και ιδίως οι -τυχούσες επικλήσεως από τον ενάγοντα και την προσθέτως παρεμβαίνουσα- διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΧΘΔΕΕ) και της Οδηγίας 2022/2041 «για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (L 275), οι οποίες δεν ενέχουν χορήγηση σε ιδιώτες δικαιωμάτων με προσδιορίσιμο περιεχόμενο· δεν παραβιάζονται δε ούτε διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες δεν οργανώνουν ένα πλαίσιο δέσμιας νομοθετικής αρμοδιότητας εκ του οποίου θα απέρρεε υποχρέωση θέσπισης σχετικών νομοθετικών διατάξεων.
Ειδικότερα, το εναγόμενο Δημόσιο,  ισχυρίζεται εν πρώτοις ως προς το άρθρο 31 του ΧΘΔΕΕ, ότι οι εν γένει διατάξεις του ΧΘΔΕΕ διέπουν τις δράσεις των Κρατών - Μελών μόνο όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν τη λήψη από το Κράτος - Μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής, όπως εν προκειμένω, όπου πρόκειται για ζήτημα απτόμενο της χαρασσόμενης βάσει των δημοσιονομικών συνθηκών μισθολογικής πολιτικής της Χώρας. Εξ άλλου, κατά τα προβαλλόμενα από το εναγόμενο, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 31 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, και ειδικότερα, στην έννοια των αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας, ουδόλως εμπίπτουν θέματα αποδοχών των εργαζομένων, ενώ οι διατάξεις αυτές σύμφωνα με το Δημόσιο δεν περιλαμβάνουν χορήγηση δικαιωμάτων στους εργαζομένους, ήτοι δεν θεμελιώνουν ατομικό δικαίωμα και εντεύθεν αγώγιμη αξίωση ενός εκάστου εργαζομένου.
Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας της 13.12.2007 (κυρωθείσας με τον ν. 3671/2008, Α΄ 129), ορίζει στο άρθρο 31 παρ. 1, το οποίο τιτλοφορείται «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας» ότι: «1. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια του. 2 [...]».
Η τυχούσα επικλήσεως από τον ενάγοντα Οδηγία 2022/2041(ΕΕ) του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση (L 275) στο άρ. 1 παρ. 1 αυτής ορίζει ότι «1. Με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση, ιδίως της επάρκειας των κατώτατων μισθών για εργαζομένους, ώστε να συμβάλει στην ανοδική κοινωνική σύγκλιση και να μειώσει τη μισθολογική ανισότητα, η παρούσα οδηγία θεσπίζει πλαίσιο για: α) την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας· β) την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών· γ) την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και/ή συλλογικές συμβάσεις. 2. »
Στο άρθρο 3 της Οδηγίας ορίζεται ότι «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 1) «κατώτατος μισθός»: η κατώτατη αμοιβή που καθορίζεται με νόμο ή συλλογικές συμβάσεις που εργοδότης, μεταξύ άλλων στον δημόσιο τομέα, υποχρεούται να καταβάλλει στους εργαζομένους για την εργασία που επιτελούν κατά τη διάρκεια δεδομένου χρονικού διαστήματος· 2) «νόμιμος κατώτατος μισθός»: κατώτατος μισθός που καθορίζεται με νόμο ή άλλες δεσμευτικές νομικές διατάξεις, με εξαίρεση τους κατώτατους μισθούς που καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις που έχουν αναγορευτεί καθολικά εφαρμοστέες χωρίς τη διακριτική ευχέρεια της αναγορεύουσας αρχής ως προς το περιεχόμενο των εφαρμοστέων διατάξεων». Το άρ. 1 παρ. 3 αυτής εν τούτοις ορίζει ότι «3. Σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τον καθορισμό του επιπέδου των κατώτατων μισθών, ούτε την επιλογή των κρατών μελών να θεσπίζουν νόμιμους κατώτατους μισθούς, να προωθούν την πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού η οποία προβλέπεται από συλλογικές συμβάσεις ή αμφότερα.»
Στο άρθρο 6 αυτής («Διαφοροποιήσεις και κρατήσεις») η Οδηγία ορίζει ότι «1. Όταν τα κράτη μέλη προβλέπουν διαφορετικά επίπεδα νόμιμου κατώτατου μισθού για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων ή κρατήσεις οι οποίες μειώνουν την καταβαλλόμενη αμοιβή σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου του σχετικού νόμιμου κατώτατου μισθού, διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω διαφοροποιήσεις και κρατήσεις τηρούν τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνει την επιδίωξη θεμιτού στόχου. 2. Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισάγουν διαφοροποιήσεις στους νόμιμους κατώτατους μισθούς ή κρατήσεις από τους νόμιμους κατώτατους μισθούς.». Κατά τα λοιπά στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 της Οδηγίας ορίζεται ότι «1. Τα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς θεσπίζουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών. Ο εν λόγω καθορισμός και η επικαιροποίηση διέπονται από κριτήρια που καθορίζονται ώστε να συμβάλλουν στην επάρκειά τους, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, τη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων, καθώς και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω, και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα εν λόγω κριτήρια σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές τους, με σχετικό εθνικό δίκαιο, με αποφάσεις των αρμόδιων φορέων τους ή με τριμερείς συμφωνίες. Τα κριτήρια καθορίζονται κατά τρόπο σαφή. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ως προς τη σχετική βαρύτητα των κριτηρίων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες τους. 2. Τα εθνικά κριτήρια της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία: α) την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης· β) το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους· γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών· δ) τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα. 3. ….»
Σε ό,τι αφορά την Οδηγία 2022/2041, παρατηρείται ότι αυτή έχει μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 5163/2024 (Α΄ 199), ο οποίος καταλαμβάνει (άρ. 3 παρ. 1) και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία  επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής]. Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Τούτο δε, διότι, προκειμένου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Από αυτήν την άποψη ο ενάγων θεωρεί ότι δεν θεραπεύεται η πλημμέλεια της εσφαλμένης μεταφοράς της Οδηγίας από την ρύθμιση που εισήγαγε το άρ. 14 του ν. 5163/2024 (βλ. και κατωτ.) και η οποία προβλέπει μία υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή των βασικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ποσό ίσο με την ονομαστική αύξηση του κατωτάτου μισθού σύμφωνα την εργατική νομοθεσία [άρθρα 134 παρ. 1, 134Γ παρ. 1 (α) του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου]. 
Με αφετηρία αυτήν την παραδοχή (ότι δηλαδή αποτελούν μέρος του κατωτάτου εγγυημένου μισθού τα επίμαχα επιδόματα), ο ενάγων επιχειρηματολογεί, ισχυριζόμενος ότι οι δημοσιονομικές δυνατότητες ενός Κράτους (βλ. κατωτ. αναλυτικά την επιχειρηματολογία του εναγομένου Δημοσίου) ουδόλως αποτελούν επιτρεπτά κατά την Οδηγία (άρ. 5 παρ. 1, 2 αυτής) κριτήρια για την διαμόρφωση του κατωτάτου μισθού μιας κατηγορίας εργαζομένων.
Επικουρικώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το άρ. 5 παρ. 1, 2 (και παρ. 6) της Οδηγίας επιβάλλει στα Κράτη – Μέλη την επικαιροποίηση των νομίμων κατωτάτων μισθών και ότι -με δεδομένη την έκλειψη των λόγων που είχαν επιβάλει την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αργίας των δημοσίων υπαλλήλων δυνάμει του ν. 4093/2012 (βλ., ομοίως, παρακάτω)-, αυτή, η κατά την Οδηγία επικαιροποίηση, επιβάλλει άνευ ετέρου την εκ νέου επαναφορά της καταργηθείσας σχετικής ρύθμισης του άρ. 9 ν. 3205/2003 (ως ίσχυε). Με την ίδια θεμελίωση -ή με επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας-  ζητείται επικουρικά η επιδίκαση των αγωγικών ποσών με βάση τους σχετικούς ορισμούς των άρθρων 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. 
Η εισήγηση επισημαίνει ότι η Οδηγία 2022/2041(ΕΕ) του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου έχει προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προσφυγή που άσκησε στις 18.1.2023 το Βασίλειο της Δανίας, ζητώντας την ακύρωσή της. Η υπόθεση (C-19/23) εκδικάσθηκε ήδη, έχουν δε κατατεθεί και προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος εισηγείται ότι αυτή πρέπει να ακυρωθεί η Οδηγία εν όλω ή, έστω, ως προς ορισμένες διατάξεις της [άρθρο 4 παράγραφοι 1 στοιχείο (δ) και 2].
Σε ό,τι αφορά, περαιτέρω, την νομική βασιμότητα -από την άποψη αυτήν- του αγωγικού αιτήματος, πρέπει: α) να ελεγχθεί αν η περίοδος του αγωγικού αιτήματος εμπίπτει εν όλω ή εν μέρει στην περίοδο μετά την λήξη της προθεσμίας (15.11.2024) μεταφοράς της Οδηγία, β) να ερμηνευθούν ως προς την κανονιστική τους εμβέλεια οι ορισμοί της Οδηγίας, αν θεσπίζουν επαρκώς προσδιορισμένο κατά περιεχόμενο και ανεπιφύλακτο δικαίωμα υπέρ των ιδιωτών, αν δηλαδή θεσπίζουν (πέραν των διαδικαστικών ορισμών και) επιταγές για άνευ ετέρου εξομοίωση μισθών και μάλιστα μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, περαιτέρω δε, αν η εξομοίωση αφορά κατωτάτους μόνο μισθούς, αν υφίσταται ενωσιακή έννοια τέτοιου κατωτάτου μισθού, πώς αυτή συγκροτείται και ποια τα περιθώρια των Κρατών-Μελών για άλλη, διαφορετική διάπλαση των μισθών (κατωτάτων ή μη) κατά κατηγορίες, ως προς δε το τελευταίο τούτο γ) ποια είναι η καθ’ όλου νομοθετική διάπλαση των αποδοχών των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων (διαχρονικώς, λαμβανομένου υπόψη και του ν. 4354/2015), συγκρινόμενη προς αυτήν των αποδοχών των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά το εργατικό δίκαιο.
Κατά δεύτερον, το εναγόμενο Δημόσιο αντιτείνει ότι από την εν γένει μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και ειδικότερα από τη μη συμπερίληψη σχετικής πρόβλεψης στις διατάξεις των αλληλοδιαδόχων νόμων 4354/2015, 5045/2023 και 5163/2024 δεν παραβιάζεται οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη ή αρχή και ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 25, καθώς και 103 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος.
Ειδικότερα, προβάλλεται ότι για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας των εκάστοτε μέτρων που λαμβάνονται από το Κράτος υπό το πρίσμα της παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος, κριτήριο αποτελεί, πέραν των άλλων, και η στέρηση των αναγκαίων μέσων βιοπορισμού των προσώπων που βαρύνονται με τα μέτρα. Αναφορικώς, όμως, με τα περιουσιακά δικαιώματα και ιδίως με τις περικοπές μισθών ή συντάξεων, και ειδικότερα, των επιδομάτων εορτών και αδείας, γίνεται δεκτό ότι η αρχή της ανθρώπινης αξίας παραβιάζεται μόνο σε περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης των μισθωτών ή συνταξιούχων, πράγμα που το Δημόσιο αρνείται ότι συντρέχει εν προκειμένω. Συναφώς, το εναγόμενο προβάλλει ένσταση αοριστίας, ισχυριζόμενο ότι ο ενάγων δεν εκθέτει στην αγωγή του (η οποία έτσι κατατείνει σε ανεπίτρεπτο αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας από αυτή την άποψη), ότι οι αποδοχές που του κατεβλήθησαν κατά τα κρίσιμα έτη 2023 και 2024, δεν του εξασφάλισαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο, ακόμα και αν συνυπολογιστούν τα επιδόματα εορτών και αδείας που προβλέπονται για τους τελευταίους.
Επικουρικώς, το εναγόμενο Δημόσιο ισχυρίζεται [πρόκειται κατά μία εκδοχή για ισχυρισμό προβαλλόμενο κατ’ ένστασιν] ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, λαμβανομένης υπόψη και της φύσεως των παροχών αυτών και του λόγου θεσπίσεώς τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τίθεται ζήτημα διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης των εν γένει μισθοδοτούμενων από τον δημόσιο τομέα, καθώς οι αποδοχές αυτών, παρά τη μη χορήγηση των ως άνω παροχών, οπωσδήποτε εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής τους, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα που αμείβονταν με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο, ακόμα και αν στις αποδοχές των τελευταίων συνυπολογιστεί ο 13ος και 14ος μισθός που προβλεπόταν γι’ αυτούς. Ειδικότερα, ο βασικός μηνιαίος μισθός που καταβαλλόταν στον ενάγοντα κατά τα έτη 2023 και 2024 ανήλθε το έτος 2023 στα 1.505 ευρώ και το έτος 2024 στα 1.634 ευρώ, και έτσι -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς και τους υπολογισμούς του εναγομένου Δημοσίου- υπερέβη τον κατώτατο μηνιαίο μισθό που, βάσει των διατάξεων του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, είχε καθοριστεί για τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, ύψους 713 ευρώ από 1.1.2023 έως 31.3.2023, 780 ευρώ από 1.4.2023 έως 31.12.2023, 780 ευρώ από 1.1.2024 έως 31.3.2024 και 830 ευρώ από 1.4.2024 έως 31.12.2024. Επικαλείται δε το εναγόμενο Δημόσιο ότι σύμφωνα με το από 16.4.2025 έγγραφο με τίτλο «Κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού – Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών: έτος 2024 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος: έτος 2023)» της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το όριο κινδύνου («κατώφλι») φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις – ήτοι, μη συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων γήρατος από εργασία και συντάξεων/βοηθημάτων από τον/τη σύζυγο, καθώς και των κοινωνικών επιδομάτων, όπως είναι η κοινωνική βοήθεια (ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα θέρμανσης, επίδομα στέγασης, εισοδηματική ενίσχυση οικογενειών ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, καθώς και οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα και τέκνα υποχρεωτικής εκπαίδευσης, παροχές παλιννοστούντων, προσφύγων, αποφυλακισμένων, τοξικομανών, επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων, βοηθήματα για αντιμετώπιση πρώτων αναγκών ατόμων πληγέντων από σεισμό, πλημμύρα κλπ.), και τα οικογενειακά επιδόματα, τα επιδόματα/βοηθήματα αναπηρίας – ανικανότητας και οι εκπαιδευτικές παροχές – κατά τα έτη 2015 έως 2024 είχε διαμορφωθεί στα 6.510 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 13.671 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση, το εν λόγω όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.850 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 20.103 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας στους μισθοδοτούμενους του δημοσίου τομέα, δεν παραβιάζεται οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη ή αρχή.
Παρατηρείται ότι το ζήτημα αυτό, της μη αντίθεσης δηλ. του αξιολογούμενου πλέγματος νομοθετικών ρυθμίσεων προς απαγορευτικό, απορρέοντα από το άρ. 2 παρ. 1  ή και άλλες ρυθμίσεις του Συντάγματος, κανόνα με το προεκτεθέν περιεχόμενο (μη διακύβευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης), είναι το νομικά και λογικά πρότερα εξεταστέο σε σχέση με την παράβαση άλλων υπερνομοθετικών διατάξεων. Παρατηρείται επίσης ότι η in concreto σύγκριση των αποδοχών του ενάγοντος σε σχέση με τις αποδοχές ενός (υπό τις αυτές συνθήκες ευρισκόμενου) εργαζομένου με σχέση εξηρτημένης εργασίας σε ιδιώτη εργοδότη, χωρίς ο πρώτος να λαμβάνει τα επίμαχα επιδόματα, είναι διακριτό ζήτημα.
Ακολούθως, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους εκπαιδευτικούς του δημοσίου τομέα, όπως ο ενάγων, δεν παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος). Κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου οι υπάλληλοι και οι λειτουργοί που συνδέονται με το Δημόσιο και τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα με δημοσίου δικαίου σχέση, ουδόλως εμπίπτουν στις ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 135, 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ως προς τις μισθολογικές τους απολαβές διέπονται από τις διατάξεις (του ν. 4354/2015 και ήδη και) του ν. 5045/2023, κατά περίπτωση δε και από αυτές των λεγομένων «ειδικών μισθολογίων» και αποτελούν διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι συνδέονται με τον εργοδότη τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εξ άλλου, το εναγόμενο επικαλείται ότι, λόγω της σαφούς διαφοροποίησης των ως άνω δύο κατηγοριών, κρίνεται παγίως ότι η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, περί δικαιώματος ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας εφαρμόζεται μόνο στους εργαζόμενους με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και όχι σε υπαλλήλους με δημοσίου δικαίου εργασιακή σχέση, καθώς η διαφορετική μεταχείριση οφείλεται στις ανόμοιες συνθήκες πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης και λύσης της υπηρεσιακής σχέσης ως εκ της ιδιαίτερης υπηρεσιακής κατάστασης και της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων κατ’ άρθρο 103 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι, όπως το Δημόσιο ισχυρίζεται, παγίως κρίνεται ότι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, λόγω των διαφορετικών εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες τελούν στο πλαίσιο και της ιδιαίτερης υπηρεσιακής κατάστασης που απολάβουν κατ’ άρθρο 103 του Συντάγματος (ως προς την πρόσληψη, την υπηρεσιακή εξέλιξη, τη μονιμότητα, τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης), δεν τελούν υπό τις ίδιες ή έστω παρόμοιες συνθήκες παροχής των υπηρεσιών τους με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, με συνέπεια να παρίσταται επιτρεπτή, εκτός των άλλων, και η μη θεσμοθέτηση επιδομάτων εορτών και αδείας στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα. Εν κατακλείδι, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 135, 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, των οποίων την ευθεία ή ανάλογη εφαρμογή διώκει, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη.
Στο σημείο αυτό προβάλλεται ο ειδικώτερος, επί μέρους ισχυρισμός (του οποίου είναι εξεταστέα, όμως, η λυσιτέλεια), ότι στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ισότητας από τη μη θεσμοθέτηση δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, όσον αφορά στους εκπαιδευτικούς του δημοσίου τομέα που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε δημόσιες σχολικές μονάδες, όπως ο ενάγων, προεχόντως διότι στους εκπαιδευτικούς του ιδιωτικού τομέα που απασχολούνται σε ιδιωτικές σχολικές μονάδες εφαρμόζεται ex lege το αυτό μισθολόγιο.
Τέλος -και επικουρικώς προς τα προηγούμενα- το εναγόμενο Δημόσιο ισχυρίζεται ότι ανάμεσα στην -κατά τον ενάγοντα- αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου παράλειψη νομοθέτησης των επίμαχων παροχών και στη ζημία που αυτός επικαλείται, δεν αποδεικνύεται και δεν προκύπτει ο αναγκαίος για την κατάφαση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου αιτιώδης σύνδεσμος.
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό κανονιστικό πλαίσιο και το γενικό δημόσιο συμφέρον, με το προαναφερθέν δικόγραφο απόψεών του το Δημόσιο προβάλλει τα εκτιθέμενα στις επόμενες παραγράφους. Σημειώνεται, πάντως, ότι το βάσιμο των εκατέρωθεν ισχυρισμών επ’ αυτού ακριβώς του ζητήματος εξαρτάται από το ακριβές περιεχόμενο των ορισμών, στόχων και κατευθύνσεων που περιλαμβάνονται στα Μεσοπρόθεσμα Πρόγραμμα και Σχέδιο.  
Η Χώρα μετά από μακρά περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής και εξορθολογισμού των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, ολοκλήρωσε με επιτυχία τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο 2018 και κατέστη έτσι δυνατή η συμμετοχή στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα». Στη συνέχεια, κατάφερε να διατηρήσει κατά τα έτη 2018 και 2019 μικρά δημοσιονομικά πλεονάσματα. Ωστόσο, η πορεία αυτή ανατράπηκε το έτος 2020, εξαιτίας της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης και των παρεμβάσεων που υλοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της, οι οποίες οδήγησαν στη διαμόρφωση υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων κατά τα έτη 2020 και 2021, στο ύψος του -9,6% και -7,1% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, καθώς και σε περαιτέρω αύξηση του ήδη υψηλού δημοσίου χρέους της. Στη συνέχεια, κατ’ ακολουθία των προβλέψεων του άρθρου 46 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), με τον ν. 4813/2021 (Α΄ 111) εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025. Το δε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, στο οποίο είχε ενταχθεί η Ελλάδα, έληξε στις 20.8.2022 και έκτοτε η Χώρα βρίσκεται σε διαδικασία μεταπρογραμματικής εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 472/2013, όπου προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής. Εξ άλλου, από το έτος 2022 υιοθετήθηκαν επιπλέον παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης του πληθωρισμού, μαζί με τη σταδιακή αποκλιμάκωση των δράσεων αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας, παράγοντες που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση δημοσιονομικών ελλειμμάτων κατά τα έτη 2022 και 2023, στο ύψος του -2,5% και -1,4% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.
Περαιτέρω, στις 29.4.2023, όπως εκθέτει στις απόψεις του το Δημόσιο, η Ελλάδα υπέβαλε το «Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023» καθώς και το «Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων». Επί των ανωτέρω, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών στις 14.7.2023 εξέδωσε Σύσταση προς την Ελλάδα, με την οποία, μεταξύ άλλων, συνέστησε στη Χώρα να λάβει έκτακτα μέτρα για τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης έκτακτης ανάγκης στον τομέα της ενέργειας, χρησιμοποιώντας τα σχετικά κονδύλια που θα εξοικονομηθούν για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, καθώς και να διασφαλίσει συνετή δημοσιονομική πολιτική, ιδίως περιορίζοντας την ονομαστική αύξηση των καθαρών εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών δαπανών το 2024 σε ποσοστό που να μην υπερβαίνει το 2,6%.
Επισημαίνει δε το Δημόσιο, ότι από το έτος 2020 μέχρι και το έτος 2023 ήταν σε ισχύ η γενική «ρήτρα διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας («ρήτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»), που είχε επιτρέψει στα Κράτη - Μέλη της ΕΕ την προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και είχε παράσχει τη δυνατότητα να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και τη στήριξη του εισοδήματος όσων νοικοκυριών και επιχειρήσεων επλήγησαν από την υγειονομική, την ενεργειακή και την πληθωριστική κρίση. Ωστόσο, από τις 30.4.2024 η «ρήτρα διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας απενεργοποιήθηκε, καθώς τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, που θεσπίστηκε α) με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1263 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, σχετικά με τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και την πολυμερή δημοσιονομική εποπτεία, β) τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1264 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) 1467/1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και γ) την Οδηγία (ΕΕ) 2024/1265 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών. Από κοινού, οι τρεις αυτές νομοθετικές πράξεις (αποκαλούμενες «μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης») μεταρρυθμίζουν το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης. Με το νέο πλαίσιο έχει εισαχθεί ένας νέος ενιαίος δείκτης, ο ρυθμός αύξησης των καθαρών δαπανών, ο οποίος αποτελεί πλέον τη βάση για τον καθορισμό της δημοσιονομικής πορείας κάθε Κράτους-Μέλους και συνάμα τον μοναδικό αριθμητικό κανόνα για την άσκηση της ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας από τα ευρωπαϊκά όργανα σε κάθε Κράτος-Μέλος. Το νέο πλαίσιο επιτρέπει πλέον αποκλίσεις από την πορεία των καθαρών δαπανών του Κράτους-Μέλους (α) ως «γενική ρήτρα διαφυγής» αποκλειστικά και μόνο «σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση ως σύνολο» και υπό τον όρο ότι «δεν τίθεται σε κίνδυνο η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών» και (β) ως «εθνικές ρήτρες διαφυγής» αποκλειστικά και μόνο «όταν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου του κράτους μέλους έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά του οικείου κράτους μέλους», υπό τον όρο και πάλι ότι η εν λόγω απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών (άρθρα 25 και 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1263).
Περαιτέρω, με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028, το οποίο κατατέθηκε από τη Χώρα μας στην ΕΕ τον Οκτώβριο του 2024 και εγκρίθηκε με νομικά δεσμευτική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. ανακοίνωσή της, από 26.11.2024), τέθηκε η βασική δημοσιονομική δέσμευση που είναι η διατήρηση του ετήσιου ρυθμού αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών εντός συγκεκριμένων ορίων, τα οποία διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και ικανοποιούν τις συνθήκες διασφάλισης. Επικαλείται δε το εναγόμενο Δημόσιο ότι, επί τη βάσει του ως άνω Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028, το «δημοσιονομικό» λεγόμενο «περιθώριο» δεν υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ κατ’ έτος για εφαρμογή νέων μέτρων πολιτικής είτε στο σκέλος των εσόδων είτε στο σκέλος των δαπανών, μέρος των οποίων έχουν ήδη προγραμματιστεί[1].
Κατόπιν όλων αυτών το εναγόμενο Δημόσιο με το έγγραφο των απόψεών του σημειώνει ότι, με την ακολουθούμενη μισθολογική πολιτική των τελευταίων ετών, ο νομοθέτης, αξιοποιώντας πλήρως τις υφιστάμενες δημοσιονομικές δυνατότητες, προβαίνει στην τακτική αναπροσαρμογή των αποδοχών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, μέσω της θέσπισης σχετικών μέτρων μονίμου χαρακτήρα, τόσο οριζόντιων, όσο και ανά ειδικότερη κατηγορία, τα οποία διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους. Ειδικότερα, το εναγόμενο αναφέρει ότι, κατά τα έτη 2023 και 2024 οι μόνιμες αυξήσεις αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν θεσπισθεί περιλαμβάνουν:
α) αναμόρφωση του μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ το 2023, με μεσοσταθμική αύξηση 10% και ετήσιο κόστος 65 εκατ. Ευρώ,
β) κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης εισοδήματος και στον δημόσιο τομέα από το 2023 με ετήσιο κόστος 202 εκατ. Ευρώ,
γ) διευθέτηση από το 2023 μισθολογικών θεμάτων των ενόπλων δυνάμεων, με συνολικό κόστος 59 εκατ. Ευρώ,
δ) κατάργηση της εισφοράς 1% υπέρ Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων από το 2023 με κόστος 80 εκατ. Ευρώ,
ε) αύξηση από 1.1.2024 οριζοντίως των αποδοχών κατά 70 ευρώ, με κόστος 558 εκατ. ευρώ ή 674 εκατ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών,
στ) αύξηση από 1.1.2024 οριζοντίως της οικογενειακής παροχής κατά 20 έως 50 ευρώ, με κόστος 155 εκατ. ευρώ ή 187 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών,
ζ) αύξηση από 1.1.2024 των επιδομάτων θέσης ευθύνης κατά 30%, με κόστος 52 εκατ. ευρώ ή 62 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών,
η) αύξηση από 1.1.2024 κατά 30% του επιδόματος παραμεθορίου, με κόστος 8 εκατ. ευρώ ή 9 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών,
θ) αύξηση από 1.1.2024 κατά 15 ευρώ του επιδόματος ιδιαιτέρων συνθηκών εργασίας των ενστόλων που είναι έγγαμοι ή έχουν παιδιά, με κόστος 20 εκατ. ευρώ ή 24 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών,
ι) αναμόρφωση μισθολογίου μελών ΔΕΠ, αναδρομικά από 7.10.2022, με μεσοσταθμική αύξηση 10% και ετήσιο κόστος 41 εκατ. ευρώ ή 49 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών,
ια) αύξηση από 1.1.2024 των αποζημιώσεων μετακίνησης και διανυκτέρευσης, με ετήσιο κόστος 43 εκατ. Ευρώ,
ιβ) αύξηση από 1.1.2024 του αντισταθμιστικού επιδόματος και της πάγιας αντιμισθίας δικαστικών, με ετήσιο κόστος 15 εκατ. Ευρώ,
ιγ) αύξηση από 1.1.2024 της αποζημίωσης των εφημεριών του ΕΣΥ κατά 20%, με ετήσιο κόστος 45 εκατ. Ευρώ,
ιδ) επιπρόσθετη αύξηση από το 2024 της ειδικής αποζημίωσης για τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων και το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων που βρίσκονται σε ειδική αποστολή, με ετήσιο κόστος 15 εκατ. Ευρώ,
ιε) αύξηση από τον Οκτώβριο του 2024 του κινήτρου προσέλκυσης ιατρών σε προβληματικές και άγονες περιοχές, με ετήσιο κόστος 16 εκατ. Ευρώ.
Οι ως άνω παροχές, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγομένου Δημοσίου, έχουν μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δις. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές και συνολικώς 1,55 δις. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών.
Περαιτέρω, το καθ’ ου σημειώνει ότι από το τρέχον έτος 2025 έχουν θεσπιστεί και εφαρμόζονται τα εξής μέτρα:
α) αυτοτελής φορολόγηση της αποζημίωσης των εφημεριών των ιατρών του ΕΣΥ, με κόστος 40 εκατ. Ευρώ,
β) μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία (1) μονάδα και στο Δημόσιο (από 1.1.2025) - από τα 440 εκατ. ευρώ του κόστους της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, τα 83 εκατ. ευρώ αφορούν στον δημόσιο τομέα,
γ) μη συμψηφισμός της προσωπικής διαφοράς δημοσίων υπαλλήλων κατά τη μισθολογική τους εξέλιξη, εφόσον αυτή ανέρχεται σε έως 300 ευρώ και μερικός συμψηφισμός για υψηλότερες προσωπικές διαφορές – το μέτρο αυτό αφορά σε περίπου 40.000 δημοσίους υπαλλήλους, με ετήσιο κόστος 12 εκατ. ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 5 εκατ. ευρώ ετησίως,
δ) χορήγηση κινήτρου επίτευξης στόχων στο Δημόσιο, με ετήσιο κόστος 40 εκατ. Ευρώ,
ε) αύξηση της νυχτερινής αποζημίωσης των ενστόλων (από 1.1.2025), με ετήσιο κόστος 25 εκατ. Ευρώ,
στ) επιπρόσθετη ενίσχυση (από 1.7.2025) των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (αφορά σε 156.000 ενστόλους) με το επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και επικινδυνότητας, ύψους 100 ευρώ μηνιαίως, με εκτιμώμενο συνολικό κόστος 111 εκατ. ευρώ για το έτος 2025 και 222 εκατ. ευρώ για το έτος 2026 (187 εκατ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές.
Μεταξύ των τελευταίων αυτών μέτρων συγκαταλέγεται και (ζ) οριζόντια αύξηση των εν γένει μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατ’ αναλογία με την ετήσια αύξηση του κατώτατου μισθού των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Συγκεκριμένα, ύστερα από τον καθορισμό -δυνάμει της 8233/27.3.2025 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 1476)- του κατωτάτου μισθού για τους απασχολούμενους στον ιδιωτικό τομέα στο ποσό των 880 ευρώ μηνιαίως, με ισχύ από 1.4.2025, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 5163/2024, έχουν αναπροσαρμοσθεί αντιστοίχως οι βασικοί μηνιαίοι μισθοί στους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα, με ειδικότερο καθορισμό του βασικού μισθού υπαλλήλου του ΜΚ1 της κατηγορίας ΥΕ του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4354/2015 στο ίδιο ως άνω ποσό των 880 ευρώ μηνιαίως. Το δημοσιονομικό κόστος για το έτος 2025 με οριζόντια αύξηση ύψους 30 ευρώ μηνιαίως του μισθού από τον Απρίλιο ανέρχεται σε 215 εκατ. ευρώ (179 εκατ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές), με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ έως τον Απρίλιο του 2027, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα λάβουν επιπλέον 70 ευρώ τα επόμενα δύο έτη, με τη συνολική αύξηση σε σχέση με το 2024 να ανέρχεται σε 100 ευρώ μηνιαίως ή 1.200 ευρώ ετησίως, ενώ όταν ολοκληρωθούν οι αυξήσεις, το ετήσιο κόστος -σύμφωνα με το Δημόσιο- θα ανέρχεται σε 792 εκατ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές, συνολικά δε σε 954 εκατ. ευρώ με εργοδοτικές εισφορές.
Συμπερασματικά, η θεσμοθέτηση των ανωτέρω παρεμβάσεων συνεπάγεται -πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου- μεσοσταθμική αύξηση των απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 15,5% από το έτος 2022 έως το έτος 2024.
Εξάλλου, το εναγόμενο Δημόσιο υπογραμμίζει ότι, υπό το φως των ανωτέρω, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, με πλήρη επίγνωση όχι μόνο του γενικού επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, έχει χαράξει και ακολουθήσει για τους τελευταίους μισθολογική πολιτική βάσει τόσο του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 όσο και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028, η οποία, ενώ εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωσή τους και συμπεριλαμβάνει μέτρα συνεχούς αναπροσαρμογής των αποδοχών τους, κινείται ταυτόχρονα εντός του πλαισίου των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της Χώρας και των δημοσιονομικών κανόνων και επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τον περιορισμό των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης με στόχο την εξυπηρέτηση της υποχρέωσης της Ελλάδας ως Κράτους-Μέλους της ΕΕ για μη πρόκληση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Η δε μη θεσμοθέτηση επιδομάτων εορτών και αδείας, που αφορά όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα, εντάσσεται -πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου- με τρόπο απολύτως πρόσφορο και αναγκαίο στην εξυπηρέτηση του ως άνω σοβαρού, δημοσίου συμφέροντος στόχου.
Συναφώς, όπως ισχυρίζεται το Δημόσιο, σύμφωνα με την εκτίμηση των αρμόδιων Υπηρεσιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με βάση τα στοιχεία του έτους 2024, υπολογίζεται ότι από την τυχόν ευδοκίμηση της κρινόμενης αγωγής και την συνεπακόλουθη υποχρέωση θεσμοθέτησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα, το ετήσιο κόστος των δημοσιονομικών συνεπειών θα ανέλθει στο ποσό των 2,68 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, από μόνο του, ήτοι μη συναθροιζόμενο με το ποσό που αφορά σε πιθανές αντίστοιχες διεκδικήσεις εκ μέρους των συνταξιούχων (το οποίο, αν συνυπολογισθεί, θα πολλαπλασίαζε τη δαπάνη), είναι δυσβάστακτο για τον Κρατικό προϋπολογισμό τόσο του τρέχοντος έτους όσο και των επόμενων, εντός των οποίων θα ανακύψει η υποχρέωση ανάληψης της σχετικής, παγίου χαρακτήρα, ετήσιας κρατικής δαπάνης. Ενώ, από τη συνεπακόλουθη μη τήρηση των εθνικών δεσμεύσεων των ετησίων στόχων δαπανών θα ανατραπεί η δημοσιονομική ευστάθεια της Χώρας και θα διακυβευθεί η θέση της στις σχετικές, δυσμενείς διαδικασίες που προβλέπονται από το δημοσιονομικό κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ενάγων με το από 20.5.2025 υπόμνημά του αμφισβητεί α παραπάνω. Επικαλείται ότι έχουν παρέλθει επτά έτη από τη δημοσίευση των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολομ. 1307-1316/2019), που έκριναν συνταγματικό τον ν. 4093/2012 και συναφώς συνταγματική την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας. Ισχυρίζεται δε ότι η έκλειψη (βλ. ανωτ.) των δημοσιονομικών λόγων που οδήγησαν στο συγκεκριμένο, καταργητικό μέτρο για την αντιμετώπιση μίας οξείας τότε δημοσιονομικής συγκυρίας, επιβάλλει την επανεκτίμηση της συνταγματικότητας της διατήρησής του, με δεδομένο ότι η οξεία εκείνη δημοσιονομική κρίση, την οποία είχε επικαλεσθεί τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις ανωτέρω αποφάσεις του, όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά τουναντίον, το Κράτος παρουσιάζει πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία δύο έτη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι έχουν εκλείψει οι δημοσιονομικοί λόγοι της περιόδου 2012, προκύπτει από το ότι η Ελλάδα ακολουθεί εδώ και δύο χρόνια πολιτική αύξησης των δημοσίων δαπανών, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028 και από τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Ακολούθως, ο ενάγων προβάλλει ομοίως ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής οικονομικής συγκυρίας, της ακρίβειας που ταλανίζει τη Χώρα και των διαχρονικώς υφισταμένων, αυξημένων αγοραστικών αναγκών των εορτών και της θερινής αδείας, ανακύπτει κατ’ αρχήν υποχρέωση του νομοθέτη να επανεξετάσει τη διατήρηση του επίδικου καταργητικού μέτρου και να προβεί στην επαναθεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας. Υπό το φως δε των σημερινών δημοσιονομικών συνθηκών επιβάλλεται κατά τον ενάγοντα να επαναξιολογηθεί (βλ. ομοίως ανωτ.), αν η παράλειψη επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού προσβάλλει το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, το δικαίωμα τους για ίση κατανομή στα δημόσια βάρη και το δικαίωμά τους να συμβάλουν ισότιμα με τους υπόλοιπους πολίτες στην εκπλήρωση του χρέους τους στην εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη.
Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι όποιες αυξήσεις της τάξης των 70 ευρώ και των 30 ευρώ στον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, που επικαλείται το Δημόσιο, το σύστημα κινήτρων και ανταμοιβής του ν. 4940/2022, οι αυξήσεις των ειδικών μισθολογίων των ενστόλων κλπ. δεν σχετίζονται με το εγειρόμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα, καθώς η καθιέρωση των επιδομάτων εορτών και αδείας στοιχεί σε μία πολύ συγκεκριμένη κοινωνικό-οικονομική συνθήκη, ήτοι τις αυξημένες αγοραστικές ανάγκες της περιόδου των εορτών και της θερινής αδείας. Εξ άλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει τον χρονικό περιορισμό μέτρου που περιορίζει ατομικό δικαίωμα, ενώ, εν προκειμένω, η διατήρηση του επίδικου καταργητικού μέτρου δεν είναι πρόσφορη, καθώς δεν συνδέεται με τον κίνδυνο χρεοκοπίας, στον οποίον απέβλεψε ο ν. 4093/2012 και οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε συνιστά αναγκαία, ούτε stricto sensu αναλογική επιλογή, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, από το προσκομισθέν στο Δικαστήριο έγγραφο με τίτλο «Κριτική αποτίμηση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας στο δημόσιο τομέα» προκύπτει ότι από το ποσό του 1,87 δισ. ευρώ που κοστίζει η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, θα επέλθουν άμεσες επιστροφές στον προϋπολογισμό συνολικού ύψους 824 εκατ. ευρώ (μέσω φόρου εισοδήματος, αλλά και λοιπών κρατήσεων).
Τα τιθέμενα στην υπόθεση ζητήματα είναι ανάλογα των προεκτεθέντων.
Αθήνα, 30 Μαΐου 2025
Ο εισηγητής της υπόθεσης
Ι. Μιχαλακόπουλος
Σύμβουλος της Επικρατείας
Προβολή αναφερόμενου κειμένου
[1]Στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025 – 2028 αναφέρεται ότι (σελ. 16): «Με βάση τα παραπάνω, μέχρι 1 δισ. ευρώ ανά έτος, κατά μέσο όρο στον ορίζοντα αναφοράς, προβλέπεται να διατεθούν για μέτρα πολιτικής και επενδύσεις, ακολουθώντας ένα ισχυρό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων».

Δεν υπάρχουν σχόλια: