Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Διονύσης Τεμπονέρας: Το μέλλον δεν μπορεί να είναι η δουλειά μέχρι τα 70

Η «μεταρρύθμιση» του συνταξιοδοτικού στη Γαλλία και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, από τα 62 στα 64 έτη, επανάφερε ξανά στο τραπέζι, την συζήτηση για το ασφαλιστικό.

Η επίκληση ενός μη υπαρκτού δημογραφικού κινδύνου στη Γαλλία (η χώρα δεν έχει πρόβλημα υπογεννητικότητας αφού σε κάθε γυναίκα αντιστοιχούν σχεδόν 2 παιδιά), χρησιμοποιήθηκε για μια ακόμα φορά, ως πρόσχημα, προκειμένου να υποστούν οι εργαζόμενοι, νέες επιβαρύνσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Η αλήθεια είναι ότι ο Πρόεδρος Μακρόν, προχώρησε στην ασφαλιστική παρέμβαση, για να εξοικονομήσει πόρους και να μειώσει την φορολογία των επιχειρηματικών ομίλων. Τάχθηκε δηλαδή, ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος, με το μέρος των ισχυρών.

Η επιχειρούμενη νομοθέτηση του γενικού ορίου ηλικίας στα 64 (ή στα 67, όπως ισχύει στη χώρα μας), δεν είναι τίποτα παραπάνω, από την προσπάθεια που κάνουν οι κυβερνήσεις, σε όλη την Ευρώπη, να μειώσουν το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει ο συνταξιούχος, τη σύνταξη του. Να μειωθεί δηλαδή, ο χρόνος λήψης των παροχών, από την λήξη του ασφαλιστικού βίου και την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, μέχρι το θάνατο του δικαιούχου. Κοινώς, οι κυβερνήσεις αυξάνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, για να μειώσουν δαπάνες.

Πρόκειται για μια επιλογή, που πέρα από αντικοινωνική, αποδεικνύεται μάταιη και αναποτελεσματική.

Στη χώρα μας, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ξεκίνησε πριν από 31 χρόνια, με το «νόμο Σιούφα» (ν.2084/1992) και ακολούθησαν συνεχή νομοθετήματα, που σταδιακά αύξαναν τα όρια ηλικίας, για να φτάσουμε στα σημερινά, τρομακτικά επίπεδα.
Μετά την χρεωκοπία της χώρας, μεσολάβησε ο ν.3863/2010 και ο ν.3865/2010 που αύξησε το όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, στους εργαζόμενους του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου τομέα.

Ο ν.4093/2012 ήταν εκείνος ο νόμος, που αύξησε το γενικό ανώτατο όριο ηλικίας, από τα 65 στα 67, αλλά θέσπισε και ως γενική προϋπόθεση συνταξιοδότησης, την ηλικία των 62 ετών με 40 χρόνια ασφάλισης.
Η σημερινή συζήτηση, για αυτό το πολύ σοβαρό θέμα, γίνεται με όρους πολιτικής σκοπιμότητας, άρα, συνεπώς όχι σοβαρά.

Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, όσο αντι-ανθρώπινο είναι να εργάζεται κανείς στα 67, άλλο τόσο αντικοινωνικό είναι να θεωρεί ότι, στην σημερινή Ελλάδα μπορεί κάποιος νέος εργαζόμενος, να συγκεντρώσει 12.000 ημέρες ασφάλισης (40 έτη) στα 62 του έτη. Και αυτό, γιατί την τελευταία δεκαετία (και όχι μόνο) μεσολάβησε μια ανεργία, που έφτασε στο 27% το 2013, απελευθέρωση των απολύσεων, συνεχείς εναλλαγές εργοδοτών και έκρηξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, λόγω της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών. Αποτέλεσμα αυτού είναι σχεδόν κανείς νέος εργαζόμενος, να μην μπορεί να συγκεντρώσει 40 πλήρη χρόνια εργασίας, σε ηλικία 62 ετών. Η ίδια συνθήκη δεν επικρατεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, που δεν αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα και φυσικά δεν έχουν το πρόβλημα του υψηλότατου δημοσίου χρέους. Ένας εργαζόμενος στη χώρα μας, μπαίνει επίσημα στην αγορά εργασίας κοντά στην ηλικία των 30 ετών. Στην διάρκεια του εργασιακού του βίου, αλλάζει κατά κανόνα 2-3 φορές εργοδότη, που σημαίνει μεγάλες συνήθως, περιόδους ανεργίας.

Συνήθως αρκετοί εργαζόμενοι θα δουλέψουν «μαύρα» για σημαντικές περιόδους, ενώ το 37% των νέων συμβάσεων στη χώρα μας, είναι συμβάσεις ευέλικτης μορφής (μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης).

Ενώ λοιπόν όλοι ασχολούνται με τα 65 ή τα 67 έτη, το πρόβλημα είναι πολύ οξύτερο, αφού έμμεσα όλοι οι νέοι εργαζόμενοι στη χώρα, οδηγούνται και στα 67 για να πάρουν μια σύνταξη, αλλά ακόμα και τότε κινδυνεύουν, λόγω λίγων ημερών ή ετών ασφάλισης και των χαμηλών αποδοχών ένεκα των χαμηλών μισθών, να λάβουν «συντάξεις πείνας».

Το πρόβλημα των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, είναι πολύ πιο σύνθετο. Για να μπορεί μια χώρα να έχει ένα ισχυρό και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, πρέπει να εξασφαλίσει την στήριξη των βασικών πυλώνων της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης.

1. Ο πρώτος, είναι η οικονομία αφού η κρατική χρηματοδότηση στην Ελλάδα συνεισφέρει το 50% των παροχών. Μια οικονομία σε πραγματική και δίκαια κατανεμημένη ανάπτυξη, με ισχυρούς πόρους και έσοδα, μπορεί να στηρίξει το σύστημα ασφάλισης και να εξασφαλίσει και πιο προνομιακά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.

2. Ο δεύτερος πυλώνας, είναι η αγορά εργασίας. Ένα περιβάλλον ρυθμισμένο, με ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, με καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, με περιορισμό των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και της ατυπίας στην εργασία, εξασφαλίζει σημαντικά έσοδα, που μπορούν να δώσουν και καλές συντάξεις και «καλά» όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.

3. Ο τρίτος πυλώνας, είναι η αντιμετώπιση του δημογραφικού κινδύνου, που λίγο πολύ οφείλεται και στους δύο προηγούμενους παράγοντες. Αν δεν κατορθώσει η χώρα, είτε να κρατήσει τους νέους επιστήμονες στη χώρα, αν δεν επιστρέψουν οι 400.000 νέοι που έφυγαν στο εξωτερικό τη μνημονιακή περίοδο, τότε ο λόγος εργαζομένων - ασφαλισμένων προς συνταξιούχους (που είναι βασική μεταβλητή βιωσιμότητας του συστήματος) δεν πρόκειται να αλλάξει. Για να συμβεί βεβαίως αυτό, απαιτείται να υπάρξει μέλλον, προοπτική και ελπίδα για τους νέους και όχι οι μισθοί των 667 ευρώ που θα ισχύσουν από 1η Απριλίου, οι «μισθοί Μητσοτάκη».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, είναι εκτός πραγματικότητας να εργάζεται ένας εκπαιδευτικός σε ηλικία 67 ετών, έχοντας μισό αιώνα διαφορά ηλικίας, από τους μαθητές που διδάσκει. Δεν γίνεται να ανεβαίνει στη σκαλωσιά ο οικοδόμος στα 60, να εργάζεται ο εργάτης στις λαμαρίνες στα 62 ή ο χορευτής να χορεύει στα 67. Πέρα από την φυσική αντοχή, είναι βέβαιο ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες ή το λειτούργημα, θα είναι σαφώς υποβαθμισμένο.

Η Ισπανία για να αποφύγει τον σχετικό κίνδυνο αυτές τις ημέρες, επιβάρυνε τις μελλοντικές γενεές με επιπλέον εισφορές. Προβλέπεται ότι, θα αυξηθούν σημαντικά οι εισφορές, όμως η αύξηση δεν θα είναι οριζόντια αλλά κλιμακωτή, επηρεάζοντας κυρίως, τους πλέον υψηλόμισθους. Επίσης, όσοι εργαζόμενοι θα πληρώσουν περισσότερες εισφορές, θα λάβουν αργότερα και μεγαλύτερη σύνταξη. Η Ισπανία συνεπώς, πηγαίνει σε ένα μοντέλο συνδυασμένης αναδιανομής και ανταποδοτικότητας, για να δημιουργήσει κίνητρο ασφάλισης και την αντίστοιχη ασφαλιστική κουλτούρα – συνείδηση, απομακρυνόμενη από το νεοφιλελεύθερο και γνώριμα αποτυχημένο, «μοντέλο Μακρόν».

Το μέλλον θα δείξει αν θα ευδοκιμήσει αυτή η επιλογή, η οποία σε κάθε περίπτωση φαίνεται να λειτουργεί πιο ισορροπημένα και ρεαλιστικά.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι, αν δεν ξεφύγουμε από τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, τα όρια ηλικία θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αφού από το 2010 (ν.3863/2010) είναι συνδεδεμένα με το λεγόμενο προσδόκιμο ζωής.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ, έως το 2050 προβλέπεται πως θα διπλασιαστεί ο αριθμός των συνταξιούχων που αντιστοιχούν σε κάθε 100 εργαζομένους. Έτσι, ενώ το 1990 η αναλογία ήταν 22,9 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζομένους, το 2020 η αναλογία βρέθηκε στο 37,8 και το 2050 θα φτάσει στο δυσοίωνο 75. Στην έκθεσή του για τα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών-μελών του, ο Οργανισμός αναφερόμενος στη χώρα μας κάνει την εκτίμηση ότι ίσως μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να αυξηθεί το όριο ηλικίας κατά 2,8 έτη. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα το όχι και τόσο μακρινό μέλλον, θα βγαίνουν στη σύνταξη κοντά στα 70!

Το ασφαλιστικό πρέπει να καταλάβουμε ότι, αντιμετωπίζει πρόβλημα πόρων. Αν τα μισά από τα υπερκέρδη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων(τράπεζες, φαρμακοβιομηχανία, κατασκευαστικές, σούπερ μάρκετ, εταιρίες ενέργειας και διυλιστήρια) φορολογούνταν με υψηλότατο συντελεστή και ένα μέρος αυτών των εσόδων, ανακατευθυνόταν στην στήριξη του κοινωνικού κράτους, το πρόβλημα θα ήταν πολύ μικρότερο.

Αν καταπολεμούσαμε την ευέλικτη και αδήλωτη απασχόληση, αν δημιουργούσαμε μια αγορά εργασίας με κανόνες σεβαστούς από όλους, τότε οι λύσεις, θα είχαν πράγματι κοινωνικό πρόσημο.

Για να συμβούν όλα τα ανωτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρξει πολιτική αλλαγή με περιεχόμενο στήριξης της εργασίας και της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Μια προοδευτική κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί στον αντίποδα και να επανεξετάσει το ζήτημα των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αναγνωρίζοντας ότι η σύνταξη ως κοινωνικός θεσμός, είναι συνυφασμένος με την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το τέλος του εργασιακού βίου.

(Ο Διονύσης Τεμπονέρας Δικηγόρος – Εργατολόγος)

Αναδημοσίευση από: ieidiseis.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: