Οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία από καθυστερούμενες εισφορές,
σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, έχουν ξεπεράσει τα 24 δισ. ευρώ. Ένα
ποσό τεράστιο, ακόμη και για τα μεγέθη των Ταμείων των οποίων οι ετήσιες
δαπάνες για συντάξεις , μαζί με εκείνες του Δημοσίου, πλησιάζουν τα 30
δισ. ευρώ. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το καθυστέρημα αυξάνεται κατά 300
με 400 εκατ. τον μήνα. Όλα αυτά, βέβαια, με βάση τα στοιχεία που
δηλώνονται γιατί ο έλεγχος είναι ανύπαρκτος και επομένως κανένας δεν
μπορεί να είναι ακριβής στις εκτιμήσεις του.
Έγινε η ρύθμιση για
τις 100 δόσεις και παρουσιάστηκε ως μεγάλη επιτυχία από την κυβέρνηση.
Οι οφειλέτες βέβαια και όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον χώρο της
ασφάλισης, γνωρίζουν ότι ανάλογες ρυθμίσεις έχουν γίνει πολλές στο
πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν και
αυτή των 100 δόσεων μια ευνοϊκή ρύθμιση.
Είναι γεγονός ότι κανένας
δεν θα μπορούσε να περιμένει θεαματικά αποτελέσματα σε σχέση με την
είσπραξη των καθυστερούμενων εισφορών, σε αυτές τις συνθήκες που έχουν
δημιουργηθεί στην οικονομία.
Υπήρξαν όμως και υπάρχουν τρία
τουλάχιστον εγγενή προβλήματα που αφορούν όσους είχαν και τη θέληση
και τη δυνατότητα να ανταποκριθούν και τα οποία έχουν οδηγήσει σε
απένταξη δεκάδες χιλιάδες οφειλέτες.
Το πρώτο πρόβλημα, για το
οποίο δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία εντοπίζεται στη συνεργασία
Ταμείων-Τραπεζών. Ποιος ευθύνεται περισσότερο ή λιγότερο δεν ενδιαφέρει
τον επαγγελματία που έχει δώσει πάγια εντολή στην Τράπεζα για πληρωμή
της δόσης του και ανακαλύπτει μετά από 2-3 μήνες ότι έχει απολέσει τη
ρύθμιση επειδή δεν μεταφέρθηκαν τα χρήματα. Είναι πολλές χιλιάδες
οφειλέτες πάνω από 30 χιλιάδες, που έχουν τεθεί εκτός ρύθμισης όχι γιατί
δεν είχαν να πληρώσουν, αλλά γιατί δεν υπάρχει σύστημα ενημέρωσης ούτε
από τις Τράπεζες ούτε από τα Ταμεία.
Το δεύτερο πρόβλημα που
συνδέεται και με το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπάρχει
δεύτερη ευκαιρία. Ένας οφειλέτης που χάνει τη ρύθμιση, η μόνη δυνατότητα
που έχει πλέον είναι να επιλέξει τις 12 δόσεις του «παγίου» συστήματος.
Αυτό σημαίνει ότι καλείται να πληρώσει ως δόση ένα πολλαπλάσιο της
προηγούμενης ποσό που είναι μάλιστα προσαυξημένο με νέα πρόσθετα τέλη.
Το αποτέλεσμα είναι να σταματήσει να πληρώνει και μάλιστα στις
περισσότερες περιπτώσεις και τις τρέχουσες οφειλές, αφού κυριαρχεί αυτό
που λέει η λαϊκή ρήση «με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα».
Το
τρίτο πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν κάποιοι από τους έχοντες την ευθύνη
για τις νομοθετικές ρυθμίσεις, είχαν τη φαεινή ιδέα να εντάξουν στο νέο
σύστημα των 100 δόσεων και όσους είχαν ενταχθεί σε προηγούμενες πιο
ευνοϊκές ρυθμίσεις. Μια τέτοια ρύθμιση ήταν εκείνη που ίσχυσε από το
2011 και προέβλεπε μηνιαία δόση ίση με το 20% των τρεχουσών εισφορών, με
την υποχρέωση να καταβάλλονται οπωσδήποτε οι τρέχουσες. Είχε αποδώσει η
συγκεκριμένη ρύθμιση γιατί ήταν πιο κοντά στις δυνατότητες μιας
επιχείρησης. Όταν μια επιχείρηση είχε δημιουργήσει μια οφειλή, όταν
απασχολούσε 50 εργαζόμενους και σήμερα απασχολεί 10 είναι αδύνατο με το
νέο μειωμένο κύκλο εργασιών την περίοδο της κρίσης να εξυπηρετήσει μια
δυσανάλογα μεγάλη οφειλή.
Έτσι λοιπόν με την υποχρεωτική υπαγωγή
που έγινε στη νέα ρύθμιση των 100 δόσεων περίπου 15.000 επιχειρήσεις που
εξυπηρετούσαν μέχρι τότε την οφειλή , απεντάχθηκαν και έχουν σταματήσει
πλέον να πληρώνουν.
Όλα αυτά δείχνουν ότι οι δυσκολίες πολλές
φορές γίνονται πολύ μεγαλύτερες όταν υπάρχουν πράξεις και παραλείψεις
που δεν «υπακούουν» στην κοινή λογική. Έγινε μια ρύθμιση. Υπήρξε
παρακολούθηση, αξιολόγηση, απολογισμός για να δούμε τι μπορεί να
διορθωθεί, πού χρειάζονται βελτιώσεις και αλλαγές; Από τα μέχρι τώρα
αποτελέσματα δεν φαίνεται το θέμα να έχει απασχολήσει τους αρμόδιους
κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Δεν είναι το μόνο θέμα και δεν είναι η πρώτη φορά που λειτουργούμε στη χώρα αυτή με τόση ελαφρότητα και πολλές αστοχίες.
Η
διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι σήμερα έχουν εξαντληθεί και
τα τελευταία αποθέματα αντοχής. Και κυρίως τέλειωσαν τα ψέματα.
Μια
ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για τα επικουρικά ταμεία που έγινε σημαία
της αντιμνημονιακής ρητορείας, σήμερα έχει γενικευτεί με την καθιέρωση
του γνωστού «κόφτη». Όσοι από τους κυβερνώντες και τους
συμπολιτευόμενους δεν το έχουν συνειδητοποιήσει και όσοι από τους
αντιπολιτευόμενους θεωρούν ότι με την αποτυχία επίτευξης των στόχων και
την εφαρμογή του «κόφτη» θα αποκομίσουν κομματικά οφέλη, απλά δεν έχουν
αντιληφθεί την τραγική κατάσταση την οποία βιώνει η συντριπτική
πλειοψηφία των πολιτών αυτής της χώρας.
Αναδημοσίευση από ΗΜΕΡΗΣΙΑ (Γιώργος Κουτρουμάνης, Πρώην Υπουργός Εργασίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου