Τεράστιες
οι ελλείψεις σε προσωπικό, ανοιγοκλείνουν ΜΕΘ, νοσηλευτές εκπαιδεύονται και…
φεύγουν πολλές φορές κάνουµε και εκπτώσεις σε ό,τι έπρεπε ή θα µπορούσαµε να κάνουµε
γιατί δεν έχουµε τη δυνατότητα ή δεν µας δίνεται η δυνατότητα λόγω έλλειψης
προσωπικού και µηχανηµάτων» λέει στο Documento η εντατικολόγος – πνευµονολόγος
του Αττικού Νοσοκοµείου Γεωργία Κωνσταντοπούλου. Μεταφέρει µια πραγµατικότητα
–ΜΕΘ που υπολειτουργούν σε βαθµό που γίνονται… εκπτώσεις στην αντιµετώπιση των
περιστατικών– που ακόµη µια φορά διαφέρει από τις εξαγγελίες των κυβερνητικών
στελεχών για αύξηση των κλινών ΜΕΘ. Εντατικολόγοι και νοσηλευτές ξεκαθαρίζουν
στο Documento ότι δεν είναι µόνο κρεβάτια µε τον απαραίτητο εξοπλισµό αλλά
άνθρωποι, εξηγώντας ότι όσες κλίνες ΜΕΘ κι αν αναπτυχτούν στα νοσοκοµεία, αν
δεν προσληφθεί προσωπικό, θα µείνουν στα χαρτιά και θα αντιµετωπίσουµε
δραµατικές καταστάσεις τους επόµενους µήνες.
Με απλούς υπολογισµούς ο εντατικολόγος στο Αττικό Νοσοκοµείο Μιχάλης Ρίζος εξηγεί µε πόσα χρήµατα θα είχε καλυφτεί µεγάλος αριθµός των κενών θέσεων στο εθνικό σύστηµα υγείας (ΕΣΥ) και σήµερα δεν θα βρισκόµασταν ξανά στο σηµείο µηδέν, επτά µήνες µετά το πρώτο κύµα της πανδηµίας. «Το κόστος νοσηλείας ασθενή στη δηµόσια ΜΕΘ είναι 883,2 ευρώ ανά µέρα». Τα χρήµατα όµως δεν δόθηκαν εκεί αλλά στην πέτσινη λίστα των ΜΜΕ και στις µάσκες-σεντόνια.
Επτά µήνες µετά το lockdown που είχε βασικό στόχο να µην επιβαρυνθεί το «απροετοίµαστο» ΕΣΥ και να µη ζήσουµε τη δραµατική κατάσταση των γειτονικών χωρών βρισκόµαστε σε σηµείο που το ΕΣΥ παραµένει όπως ήταν: απροετοίµαστο. Οι ίδιοι γιατροί που έδωσαν µάχη στο πρώτο κύµα της πανδηµίας καλύπτοντας εκατοντάδες κενά του καλούνται ακόµη µια φορά να βάλουν πλάτη για να αντιµετωπιστούν τόσο το δεύτερο κύµα της πανδηµίας όσο και η υπόλοιπη νοσηρότητα του χειµώνα. Η ανησυχία χτυπάει κόκκινο µετά την αύξηση των ασθενών που εισάγονται στις µονάδες εντατικής θεραπείας. Κατά µέσο όρο, όπως εξηγούν οι εντατικολόγοι, θα παραµείνουν εκεί για τις επόµενες 20-25 µέρες, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος µιλά για µόλις 22 κλίνες ΜΕΘ στην Αττική, την πιο επιβαρυµένη και πολυπληθή περιοχή της Ελλάδας, που µπορούν να υποδεχτούν ασθενείς µε Covid-19.
Με απλούς υπολογισµούς ο εντατικολόγος στο Αττικό Νοσοκοµείο Μιχάλης Ρίζος εξηγεί µε πόσα χρήµατα θα είχε καλυφτεί µεγάλος αριθµός των κενών θέσεων στο εθνικό σύστηµα υγείας (ΕΣΥ) και σήµερα δεν θα βρισκόµασταν ξανά στο σηµείο µηδέν, επτά µήνες µετά το πρώτο κύµα της πανδηµίας. «Το κόστος νοσηλείας ασθενή στη δηµόσια ΜΕΘ είναι 883,2 ευρώ ανά µέρα». Τα χρήµατα όµως δεν δόθηκαν εκεί αλλά στην πέτσινη λίστα των ΜΜΕ και στις µάσκες-σεντόνια.
Επτά µήνες µετά το lockdown που είχε βασικό στόχο να µην επιβαρυνθεί το «απροετοίµαστο» ΕΣΥ και να µη ζήσουµε τη δραµατική κατάσταση των γειτονικών χωρών βρισκόµαστε σε σηµείο που το ΕΣΥ παραµένει όπως ήταν: απροετοίµαστο. Οι ίδιοι γιατροί που έδωσαν µάχη στο πρώτο κύµα της πανδηµίας καλύπτοντας εκατοντάδες κενά του καλούνται ακόµη µια φορά να βάλουν πλάτη για να αντιµετωπιστούν τόσο το δεύτερο κύµα της πανδηµίας όσο και η υπόλοιπη νοσηρότητα του χειµώνα. Η ανησυχία χτυπάει κόκκινο µετά την αύξηση των ασθενών που εισάγονται στις µονάδες εντατικής θεραπείας. Κατά µέσο όρο, όπως εξηγούν οι εντατικολόγοι, θα παραµείνουν εκεί για τις επόµενες 20-25 µέρες, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος µιλά για µόλις 22 κλίνες ΜΕΘ στην Αττική, την πιο επιβαρυµένη και πολυπληθή περιοχή της Ελλάδας, που µπορούν να υποδεχτούν ασθενείς µε Covid-19.
Τι ισχύει
διεθνώς και τι γίνεται εδώ
Την ίδια στιγµή η
Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας αντιπαραβάλλει τα διεθνή στάνταρ µε τις
συνθήκες µάχης υπό τις οποίες οι Ελληνες νοσηλευτές και εντατικολόγοι σώζουν
ανθρώπους από την πρώτη µέρα της πανδηµίας έως και σήµερα. Μιλώντας στο
Documento η πρόεδρος της εν λόγω επιστηµονικής εταιρείας Αναστασία Κοτανίδου
κάνει σαφές ότι «για να λειτουργήσει µια κλίνη ΜΕΘ χρειάζεται τουλάχιστον τρεις
νοσηλευτές ανά κρεβάτι, ωστόσο το ιδανικό θα ήταν έξι ανά κλίνη». Παράλληλα,
όπως επισηµαίνει, χρειάζεται και βοηθητικό προσωπικό, ο αριθµός του οποίου
υπολογίζεται ανάλογα µε τα κρεβάτια. Για παράδειγµα, για έξι κρεβάτια
χρειάζονται µία καθαρίστρια, ένας φυσιοθεραπευτής και βοηθοί νοσηλευτές.
Οµως τι από όλα αυτά
εφαρµόζεται στην Ελλάδα; Ο κ. Ρίζος εξηγεί: «Με κανέναν τρόπο αυτά τα διεθνή
στάνταρ δεν ικανοποιούνται στις περισσότερες ελληνικές ΜΕΘ. Ειδικά για το
νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό η κατάσταση είναι δραµατική. Στη ΜΕΘ του
Αττικού και για δύναµη 27 κλινών υπηρετεί προσωπικό 61 ατόµων (νοσηλευτές και
βοηθοί πλην γιατρών), ενώ µε βάση τα παραπάνω θα έπρεπε να υπήρχε δύναµη 108
νοσηλευτών και τουλάχιστον δέκα βοηθών. Αυτή είναι η αιτία που τα υγειονοµικά
πρωτόκολλα γίνονται λάστιχο, όπως συνέβη πρόσφατα στο Αττικό».
«Τέσσερις νοσηλευτές
ανά ασθενή υπολογίζονται για να βγαίνουν όλες οι βάρδιες και να καλύπτονται και
τα ρεπό και οι άδειες. Σε εµάς στο Αττικό η αναλογία είναι ένας νοσηλευτής ανά
τρεις ασθενείς, ενώ θα έπρεπε να είναι ένας νοσηλευτής ανά δύο. Ιδιαίτερα για
τις ΜΕΘ Covid-19, όπου οι ανάγκες είναι περισσότερο αυξηµένες, πρέπει να
υπάρχουν περισσότεροι νοσηλευτές» λέει η εντατικολόγος κ. Κωνσταντοπούλου και
εξηγεί µε ποιον τρόπο το προσωπικό αντεπεξέρχεται τελικά σε αυτές τις ανάγκες.
«Οι ανάγκες καλύπτονται µε περικοπές τόσο σε ρεπό όσο και σε άδειες και µε
επικουρίες από άλλα τµήµατα. Και όλα αυτά µε µια επικινδυνότητα, γιατί αν
συγχρόνως έχουν ανάγκη άµεσης φροντίδας δυο τρεις ασθενείς, δεν µπορεί ο ένας
να αντεπεξέλθει. Αυτοσχεδιάζουµε καθηµερινά» επισηµαίνει η ίδια.
«Καταλαβαίνετε ότι
µε αυτό τον τρόπο δεν µπορούν να αναπτυχτούν περισσότερα κρεβάτια ακόµη κι αν
υπάρχουν υποδοµές, αλλά ούτε οι υπαρκτοί νοσηλευτές επαρκούν σε περίπτωση που
κάποιος νοσήσει ή χρειαστεί να µπει σε καραντίνα» αναφέρει ο κ. Ρίζος.
Στο πρώτο κύµα της
πανδηµίας οι γιατροί των νοσοκοµείων αναφοράς µιλώντας στο Documento είχαν
αποδώσει µεγάλο µερίδιο της επιτυχίας της Ελλάδας, που κράτησε χαµηλά τα
νούµερα των κρουσµάτων και κατ’ επέκταση των διασωληνώσεων που επιβίωσαν, στο
ότι ήταν λίγοι οι ασθενείς στις ΜΕΘ και οι γιατροί µπορούσαν να τους έχουν υπό
στενή παρακολούθηση. Με λίγα λόγια, δεν θα είναι εφικτό να συµβεί ξανά αν οι
ασθενείς Covid-19 αυξηθούν και µαζί τους αυξηθούν και οι ασθενείς της γρίπης
και των χειµωνιάτικων ιών.
«Ανοιγοκλείνουν σαν
ακορντεόν»
Αν κάτι µπορεί να
χαρακτηρίσει την πολιτική που ακολουθείται στην υγεία από την κυβέρνηση
Μητσοτάκη, είναι η έλλειψη οργάνωσης και οι αποφάσεις της τελευταίας στιγµής,
µε ό,τι κι αν συνεπάγονται ως επίπτωση. Οπως εξηγεί η κ. Κωνσταντοπούλου, «η
αναλογία εργαζοµένων ανά κλίνη ΜΕΘ είναι περίπου στο µισό και το λέω αυτό γιατί
ανοιγοκλείνουµε κλίνες σαν ακορντεόν. Τη µια µέρα έχουµε 25, την άλλη 27
κλίνες. Τώρα πήραµε άλλες κλίνες σε άλλη πτέρυγα του νοσοκοµείου. ∆εν είναι
σταθερά ούτε οι κλίνες ούτε το προσωπικό».
Την ίδια ώρα τίθεται
και το θέµα της εξειδίκευσης των νοσηλευτών που προσλήφθηκαν για τις ανάγκες
της Covid-19. «Το προσωπικό που απασχολείται στις ΜΕΘ είναι εξειδικευµένο –
πρόκειται για πολύ απαιτητική δουλειά. Σε εµάς παρατηρείται να έρχονται νέοι
νοσηλευτές µε συµβάσεις που περνούσαν τον µισό χρόνο της σύµβασής τους για να
εκπαιδευτούν, επιβαρύνοντας την εργασία των παλαιότερων νοσηλευτών, και πάνω που
εκπαιδεύονταν και γίνονταν λειτουργικοί άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν την άδεια
απόλυσής τους» εξηγεί η κ. Κωνσταντοπούλου. Αυτός είναι ακόµη ένας λόγος που
νοσοκοµειακοί γιατροί και νοσηλευτές επιµένουν για µόνιµες προσλήψεις.
∆εν υπάρχει
επαρκές ανθρώπινο δυναµικό
«Είναι φανερό ότι το
πρόβληµα υπάρχει κυρίως στο ανθρώπινο δυναµικό. Υπάρχουν χιλιάδες έµπειροι και
ειδικευµένοι γιατροί, νοσηλευτές, τεχνολόγοι, φυσικοθεραπευτές, διοικητικοί και
τραυµατιοφορείς που ζητούν δουλειά και αρνούνται να τους προσλάβουν. Ανθρωποι
υπάρχουν, πολιτική βούληση δεν υπάρχει. Τάζουν µοριοδότηση και “αξιολόγηση”
προσόντων ως τέχνασµα για να σε βάζουν σε έναν ατέρµονο ανταγωνισµό για λίγες
τελικά θέσεις εργασίας» αναφέρει ο κ. Ρίζος. Αντί αυτού φαίνεται ότι εκείνο που
φοβούνταν οι γιατροί από το πρώτο κύµα του κορονοϊού θα επαναληφθεί και στο
δεύτερο κύµα. Η λοιπή νοσηρότητα θα «µείνει και πάλι σπίτι της», είτε γιατί θα
ξεκινήσουν και πάλι οι ακυρώσεις χειρουργείων είτε επειδή θα κλείσουν κλινικές
για να υποδεχτούν ασθενείς Covid-19 ή διότι οι ασθενείς θα φοβηθούν να
πλησιάσουν οποιαδήποτε υγειονοµική δοµή, κάτι που φάνηκε άλλωστε και στο πρώτο
κύµα της πανδηµίας µε αρνητικά αποτελέσµατα σε πολλούς ασθενείς.
«Οσες προσλήψεις κι
αν έγιναν, είναι ανεπαρκείς» λέει και ο καρδιολόγος Ηλίας Σιώρας, πρόεδρος των
εργαζοµένων στον Ευαγγελισµό, και προσθέτει ότι «από τον Μάρτιο δεν έχουν
αυξηθεί οι κλίνες ΜΕΘ στο νοσοκοµείο». Παρόµοια είναι η εικόνα σε επίπεδο
προσωπικού και στα υπόλοιπα νοσοκοµεία. Αλλωστε πρόσφατη είναι η ανακοίνωση του
νοσοκοµείου Σωτηρία, όπου ζητούσαν από το υγειονοµικό προσωπικό να
πραγµατοποιήσει όσες εφηµερίες χρειάζονται, ανεξαρτήτως πλαφόν για την εύρυθµη
λειτουργία της κλινικής.
Και τι γίνεται µε
τις δωρεές που ανακοινώθηκαν; Στις αρχές του 2021 αναµένεται να λειτουργήσουν
τα οκτώ επιπλέον κρεβάτια ΜΕΘ στο Αττικό – τουλάχιστον γι’ αυτό το νοσοκοµείο
αναφοράς έχουµε εικόνα. «Αυτό έχει µείνει ως µελέτη, δεν έχει γίνει καµία
εργασία διαµόρφωσης χώρου. Τον Αύγουστο ρωτήσαµε τη διοίκηση και µας είπε ότι
στην καλύτερη περίπτωση θα λειτουργήσουν αρχές του 2021. ∆εν έχουν άλλο
περιθώριο χρόνου» καταλήγει ο κ. Ρίζος.
«Εχουμε τη χειρότερη
αναλογία νοσηλευτών προς γιατρούς»
Τρομακτικές ελλείψεις μόνιμου νοσηλευτικού προσωπικού, εξαγγελίες για
προσλήψεις που δεν έχουν υλοποιηθεί, κλειστά χειρουργεία, τραγικές συνθήκες
εργασίας και υποβάθμιση της φροντίδας των ασθενών. Νοσηλευτές περιγράφουν στο
Documento την καθημερινότητα που επικρατεί στα νοσοκομεία, η οποία δεν φαίνεται
να έχει αλλάξει ριζικά, κι αυτό εξαιτίας των μη απαιτούμενων προσλήψεων.
«Δεν έχει μπει στα
νοσοκομεία μόνιμο νοσηλευτικό προσωπικό. Εκεί που πάνε τα παιδιά να μάθουν τη
δουλειά φεύγουν» δήλωσε στο Documento ο Αριστείδης Δάγλας, μέλος του ΔΣ
της Ενωσης Νοσηλευτών Ελλάδας, συμπληρώνοντας: «Υπάρχουν πολλές ελλείψεις με
αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η φροντίδα των ασθενών. Εκεί που χρειάζεται ένας
νοσηλευτής σε κρεβάτι μονάδας Covid υπάρχει ένας νοσηλευτής για τέσσερα
κρεβάτια». Οι περισσότερες ελλείψεις παρατηρούνται «κυρίως στα μεγάλα
νοσοκομεία, ειδικά σε ό,τι αφορά το εξειδικευμένο προσωπικό. Δεν μπορείς έναν
νοσηλευτή που δουλεύει στη μονάδα αιμοκάθαρσης να τον μεταφέρεις σε άλλο τμήμα,
παρά αν περάσει πολύς καιρός» επισημαίνει.
Παράλληλα, «το
μόνιμο νοσηλευτικό προσωπικό είναι γερασμένο. Ο μέσος όρος ηλικίας ανέρχεται
στα 48 έτη. Από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ έχουμε τη χειρότερη αναλογία νοσηλευτών
προς γιατρούς, αφού αναλογεί μισός νοσηλευτής ανά γιατρό αντί για τέσσερις
νοσηλευτές ανά γιατρό. Χάθηκε χρόνος με τις προσλήψεις των νοσηλευτών. Οι
άνεργοι νοσηλευτές είναι περισσότεροι από τις κενές θέσεις» εξηγεί. Σχετικά με
την πρόσφατη εξαγγελία της κυβέρνησης για πρόσληψη 5.000 νοσηλευτών, ο κ.
Δάγλας υπογράμμισε ότι «το θέμα είναι αν θα υλοποιηθεί, γιατί έχουμε ακούσει
για χιλιάδες προσλήψεις τους τελευταίους μήνες. Το ζήτημα είναι τι βλέπουμε στα
νοσοκομεία».
«Εχουμε ελλείψεις
γιατί προσπαθούν να ανοίξουν καινούργιες πτέρυγες και μονάδες. Εχουν ανοίξει
ακόμη δύο τμήματα Covid, τα οποία χρειάζονται προσωπικό. Για να γίνει αυτό
έκλεισαν έξι από τις 13 αίθουσες χειρουργείων και το νοσηλευτικό προσωπικό
μεταφέρθηκε στα τμήματα αυτά ώστε να ανοίξουν. Δεν μπορεί το μεγαλύτερο
νοσοκομείο της χώρας να μειώνει τη λειτουργία στα χειρουργεία επειδή δεν μπορεί
να καλύψει με νοσηλευτικό προσωπικό τα τμήματα Covid» δήλωσε στο Documento
η Φωτεινή Καριστινάκη, νοσηλεύτρια στον Ευαγγελισμό.
Στη μια μονάδα Covid
του Ευαγγελισμού «υπάρχουν περίπου 30 άτομα νοσηλευτικό προσωπικό για 19
κρεβάτια. Απελπιστική κατάσταση. Οι συνθήκες εργασίας είναι τραγικές κι όλα
αυτά ενώ προσωπικό που ήρθε μετακινήθηκε με ρουσφετολογικούς όρους από μονάδες
σε διοικητικές θέσεις» καταγγέλλει.
«Εχουμε ελλείψεις
προσωπικού γιατί έχει λειτουργήσει ένα καινούργιο τμήμα σαν μονάδα Covid, το
οποίο είναι υποστελεχωμένο» δήλωσε στο Documento η Ελένη Γαλανοπούλου,
νοσηλεύτρια στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, και συνέχισε: «Οι νοσηλεύτριες που
δουλεύουν στο τμήμα Covid παίρνουν ένα ρεπό την εβδομάδα με το ζόρι. Πολλοί
νοσηλευτές έχουν συνταξιοδοτηθεί αλλά το κενό δεν έχει καλυφθεί. Δεν υπάρχει
πρόβλεψη για το προσωπικό που θα φύγει με άδειες ειδικού σκοπού ούτε γι’ αυτό
που θα νοσήσει, ενώ όσοι νοσηλευτές μπουν σε αυτά τα τμήματα θα πρέπει να
εκπαιδευτούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου