Με εγκύκλιό του το
Υπουργείο Εσωτερικών ενημερώνει για τη δημοσίευση του Νόμου 4674/2020, στον
οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, νομοθετικές ρυθμίσεις για βελτιώσεις και
τροποποίηση των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου και άλλα θέματα που αφορούν
στην υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του Δημοσίου.
Μεταξύ άλλων η εγκύκλιος
αναφέρει:
Α.
ΑΡΘΡΟ 53 ν. 4674/2020 – ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
1. ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΡΓΙΑ
Με τη διάταξη της παρ.
1α του άρθρου 53 του ν.4674/2020 αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 104 του
Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007), όπως ισχύει, και προς εξασφάλιση της
αποτελεσματικότητας των πειθαρχικών διαδικασιών, τίθενται αποκλειστικές
προθεσμίες για τις ενέργειες των αρμόδιων πειθαρχικών συμβουλίων προς
διασφάλιση, ταυτόχρονα με την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, και των
δικαιωμάτων του υπαλλήλου.
Συγκεκριμένα,
προβλέπεται «4. Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1)
έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να
γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη
συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία
αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης
θέσης του υπαλλήλου σε αργία.».
Βάσει των ως άνω
διατάξεων εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1) έτους
από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για
τη συνέχιση ή μη της αργίας, κατόπιν ερωτήματος του αρμόδιου διοικητικού
οργάνου, άλλως η αργία αίρεται. Επισημαίνεται δε ότι επειδή το πειθαρχικό
συμβούλιο γνωμοδοτεί κατόπιν σχετικού ερωτήματος του αρμόδιου διοικητικού
οργάνου, προς αποφυγή υπέρβασης της προβλεπόμενης προθεσμίας και αυτοδίκαιης
άρσης της αργίας συνεπεία αυτής, το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται να
προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την έγκαιρη υποβολή του σχετικού
ερωτήματος. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας
από την έκδοση της αρχικής απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
Όσον αφορά την επαναφορά
του υπαλλήλου από το καθεστώς αργίας επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παρ. 5
του άρθρου 104 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, ο υπάλληλος επανέρχεται στα
καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την
τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή της πειθαρχικής
απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη
συμπλήρωση της διετίας, κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου. Ως εκ τούτου, στις
περιπτώσεις που το πειθαρχικό συμβούλιο γνωμοδοτεί εντός της τρίμηνης
αποκλειστικής προθεσμίας για τη μη συνέχιση της αργίας, ο υπάλληλος επανέρχεται
στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς. Ωστόσο, στην
περίπτωση αυτοδίκαιης άρσης της δυνητικής αργίας λόγω της άπρακτης παρέλευσης
της τρίμηνης προθεσμίας για τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, ο
υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από τη συμπλήρωση ενός έτους και τριών
μηνών από τότε που τέθηκε σε δυνητική αργία. Σε κάθε περίπτωση αυτοδίκαιης
άρσης της αργίας εκδίδεται από την αρμόδια Υπηρεσία σχετική διαπιστωτική πράξη.
2. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΣΚΗΣΗΣ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ - ΑΠΟΔΟΧΕΣ
Με τη διάταξη της παρ. 2
α του άρθρου 53 του ν. 4674/2020 αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 105 του
Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, και προβλέπεται πλέον ρητά ότι και σε όσους
τελούν σε κατάσταση αναστολής άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των
αποδοχών τους, όπως και όταν ο υπάλληλος τίθεται σε αργία. Σε περίπτωση που ο/η
υπάλληλος τεθεί στη συνέχεια σε καθεστώς αργίας το υπόλοιπο των αποδοχών που
δεν καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής άσκησης καθηκόντων και της
αργίας ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη
απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο
υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια
για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε. Σε
περίπτωση που ο/η υπάλληλος σε συνέχεια της αναστολής άσκησης καθηκόντων δεν
τεθεί σε δυνητική αργία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 104 του
Υπαλληλικού Κώδικα, το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια
της αναστολής άσκησης καθηκόντων επιστρέφεται.
Βάσει των ως άνω
ρυθμίσεων και στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης του ανθρώπινου
δυναμικού και ειδικά σε ό,τι αφορά την ιδιαίτερη αντιμετώπιση που απαιτείται
κατά τον χειρισμό πειθαρχικών υποθέσεων, τα αρμόδια όργανα – μονομελή ή
συλλογικά – υποχρεούνται να τηρούν με αίσθημα ευθύνης τις αποκλειστικές
προθεσμίες που τίθενται για την γνωμοδότησή τους προκειμένου να εμπεδώνεται
αφενός το κύρος της πειθαρχικής διαδικασίας, αλλά και να προστατεύεται ο
υπάλληλος, ο οποίος τελεί σε αναστολή καθηκόντων ή σε αργία.
3. ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΜΕ
ΣΥΣΤΗΜΕΝΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
Με τη διάταξη της παρ.
13 του άρθρου 53 του ν.4674/2020 αντικαθίσταται η παρ. 7 του άρθρου 141 του
ν.3528/2007, όπως ισχύει και προβλέπεται πλέον η δυνατότητα να υποβάλλει ο/ η
υπάλληλος την προβλεπόμενη ένσταση κατά αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων ή
πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό όχι μόνο αυτοπροσώπως, αλλά
και με συστημένη αλληλογραφία, συντασσόμενης σχετικής έκθεσης. Σε όλες τις
περιπτώσεις αποστολής της ένστασης με συστημένη αλληλογραφία, ως ημερομηνία
κατάθεσης λογίζεται η ημερομηνία κατάθεσης της συστημένης αλληλογραφίας στο
Ταχυδρομικό Κατάστημα. Κατά τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται περαιτέρω το δικαίωμα
άσκησης των μέσων προστασίας του πειθαρχικώς διωκομένου χωρίς να παρακωλύεται η
πειθαρχική διαδικασία.
4. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
Με την παρ. 16 του
άρθρου 53 του ν.4674/2020 αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 142 του Υπαλληλικού
Κώδικα, σύμφωνα με την οποία ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας έχει
δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αίτημα την επιβολή
της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του Διοικητικού
Εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής αρμοδιότητας
του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.
Στο σημείο αυτό
επισημαίνεται ότι με τις διατάξεις των άρθρων 82 επ. του ν.4622/2019 (Α’ 133),
όπως ισχύουν, συστάθηκε η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (εφεξής Ε.Α.Δ.), στην οποία
μεταφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, οι αρμοδιότητες του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας
Διοίκησης (Γ.Ε.Δ.Δ.) και του Σώματος Ελεγκτών - Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης
(Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.), οι οποίοι (φορείς) και καταργήθηκαν (άρθρο 82 παρ.4 ν.4622/2019).
Ειδικότερα, το δικαίωμα
ένστασης του Διοικητή της Ε.Α.Δ. κατά πειθαρχικών αποφάσεων μονομελών και
συλλογικών πειθαρχικών οργάνων προσδιορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 99 του
ν.4622/2019, όπως αναριθμήθηκαν οι παράγραφοι του εν λόγω άρθρου με την παρ. 27
του άρθρου 174 του ν. 4635/2019 (Α’ 167), ενώ αντίστοιχα το δικαίωμα προσφυγής
του Διοικητή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού
Εφετείου κατά πειθαρχικών αποφάσεων προσδιορίζεται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου
του ν.4622/2019 σε συνδυασμό με την παρ. 3 του άρθρου 142 του Υπαλληλικού
Κώδικα, όπως ισχύει.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με
την παρ. 3 του άρθρου 99 ν. 4622/2019, όπως ισχύει, «Ο Διοικητής της Αρχής
μπορεί να ασκεί ένσταση υπέρ της διοίκησης ή του υπαλλήλου, εναντίον όλων των
πειθαρχικών αποφάσεων των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 (του
ν.4622/2019), εξαιρουμένων των αποφάσεων μελών της Κυβέρνησης και των
Υφυπουργών και για οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι
πειθαρχικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή οι κατά περίπτωση οικείες
διατάξεις πειθαρχικού δικαίου των ελεγχόμενων φορέων».
Επίσης, σύμφωνα με την
παρ. 4 του άρθρου 99 του ν. 4622/2019, όπως ισχύει, «Ο Διοικητής της Αρχής έχει
δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων
αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των υπηρεσιών και των φορέων της
παραγράφου 1 του άρθρου 83 (του ν.4622/2019) για πειθαρχικά αδικήματα που
επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, καθώς και ενώπιον
του Διοικητικού Εφετείου κατά όλων των άλλων τελεσίδικων αποφάσεων μονομελών ή
συλλογικών πειθαρχικών οργάνων».
Στο πλαίσιο των
προαναφερομένων πειθαρχικών αρμοδιοτήτων του Διοικητή της Ε.Α.Δ. και από το
συνδυασμό των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 140 του Υπαλληλικού Κώδικα, περί
γνωστοποίησης της πειθαρχικής απόφασης στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν
ένσταση, και της παρ. 5 του άρθρου 99 του ν.4622/2019, όπως ισχύει, σύμφωνα με
την οποία η προθεσμία για την άσκηση ενστάσεων και προσφυγών από τον Διοικητή
της Ε.Α.Δ. αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων
στην Αρχή, προκύπτουν αφενός οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι πειθαρχικές
αποφάσεις κοινοποιούνται υποχρεωτικά στην έδρα της Ε.Α.Δ. και αφετέρου το ότι η
παράλειψη της κοινοποίησης αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τα υπόχρεα
όργανα. Ως εκ τούτου οι αρμόδιες Διευθύνσεις Προσωπικού και οι Γραμματείες των
Πειθαρχικών Συμβουλίων στην περίπτωση έκδοσης απόφασης από αυτά, θα πρέπει να
προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ορθή και έγκαιρη
κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων.
Β.
Άρθρο 52 - ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ
Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 52 του ν.4674/2020, τα Υπουργεία, οι Ανεξάρτητες Αρχές, οι
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις του Κράτους, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄
και β΄ βαθμού και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου υποχρεούνται να παρέχουν
νομική υποστήριξη στους μόνιμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
αορίστου χρόνου υπαλλήλους που υπηρετούν στους φορείς τους, ενώπιον των
δικαστηρίων ή των δικαστικών αρχών, σε περίπτωση διενέργειας προκαταρκτικής
εξέτασης ή άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος τους για αδικήματα που τους
αποδίδεται ότι διέπραξαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Η ανωτέρω
νομική υποστήριξη δεν παρέχεται σε περίπτωση ποινικής δίωξης ύστερα από
καταγγελία εκ μέρους της Υπηρεσίας. Η νομική υποστήριξη αφορά είτε στη νομική
εκπροσώπηση των υπαλλήλων από πληρεξούσιο δικηγόρο που συμβάλλεται για τον
ανωτέρω σκοπό με τους προαναφερόμενους φορείς, ανά υπόθεση, είτε στην κάλυψη
των εξόδων εκπροσώπησης των ανωτέρω υπαλλήλων διά ή μετά πληρεξούσιου δικηγόρου
της επιλογής του υπαλλήλου.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις
τα έξοδα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του οικείου φορέα. Η καταβολή των ανωτέρω
δαπανών γίνεται εφόσον, για τις ποινικές υποθέσεις, εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση,
με την οποία οι υπάλληλοι κηρύσσονται αθώοι ή απαλλάσσονται των κατηγοριών ή
τελεσίδικο βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, με το οποίο παύεται οριστικά η
ποινική δίωξη εναντίον τους ή τίθεται η υπόθεση στο αρχείο και εφόσον
προσκομισθούν τα νόμιμα παραστατικά. Το αιτούμενο ποσό δεν δύναται να
υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού αναφοράς κάθε διαδικαστικής πράξης ή
παρεχόμενης υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στους πίνακες αμοιβών του Κώδικα
Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208).
Η νομική υποστήριξη των
ανωτέρω υπαλλήλων συντελείται μετά από αίτηση του υπαλλήλου στην αρμόδια
Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού, θετική εισήγηση της τελευταίας και απόφαση του
αρμόδιου Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού. Σε περίπτωση που
δεν υπάρξει θετική εισήγηση, τα ως άνω έξοδα καταβάλλονται εκ των υστέρων,
εφόσον για τις ποινικές υποθέσεις εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, με την οποία τα
ως άνω πρόσωπα κηρύσσονται αθώα ή απαλλάσσονται των κατηγοριών ή τελεσίδικο
βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, με το οποίο παύει οριστικά η ποινική δίωξη
εναντίον τους ή τίθεται η υπόθεση στο αρχείο. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού
εφαρμόζονται μετά την πρόβλεψη της σχετικής δαπάνης στους προϋπολογισμούς των
οικείων φορέων.
Γ.
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΓΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΠΚ ΚΑΙ ΔΟΣ ΤΟΥ Ν. 3213/2003
Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας
(Ε.Α.Δ.) ενημέρωσε την Υπηρεσία μας ότι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της
Αρχής, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο μη υποβολής αρχικών Δηλώσεων
Περιουσιακής Κατάστασης (ΔΠΚ) και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων (ΔΟΣ) από
υπόχρεους προς τούτο υπαλλήλους λόγω μη ενημέρωσής τους για την υποχρέωσή τους
αυτή από τις οικείες Διευθύνσεις Διοικητικού. Στο πλαίσιο αυτό και προς
εξυπηρέτηση του σκοπού της υποχρέωσης έγκαιρης ενημέρωσης των υπαλλήλων, όταν αποκτούν
ιδιότητα που συνεπάγεται υποχρέωση υποβολής αρχικής ΔΠΚ και ΔΟΣ, και προς
αποφυγή των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η μη υποβολή των ως άνω αρχικών
δηλώσεων ΔΠΚ και ΔΟΣ κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.3213/2003,
όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, οι αρμόδιες υπηρεσίες υποχρεούνται για τα
κάτωθι:
1) Αναφορά στο προοίμιο
των διοικητικών πράξεων, δυνάμει των οποίων ο/η υπάλληλος αποκτά ιδιότητα που
συνεπάγεται την υποχρέωση υποβολής αρχικής ΔΠΚ και ΔΟΣ αλλά και ετήσιας ΔΠΚ,
των συγκεκριμένων διατάξεων του ν.3213/2003, που προσδίδουν στον/στην υπάλληλο
την ιδιότητα του/της υπόχρεου.
2) Αναφορά στο
διατακτικό των εν λόγω διοικητικών πράξεων της υποχρέωσης που απορρέει από την
κτήση της συγκεκριμένης ιδιότητας για υποβολή αρχικής ΔΠΚ και ΔΟΣ εντός 90
ημερών από την κτήση της ιδιότητας αυτής, καθώς και για υποβολή ετήσιας ΔΠΚ,
κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις του ν.3213/2003.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και
εφόσον οι Διευθύνσεις Διοικητικού ήδη κατά την έκδοση των σχετικών διοικητικών
πράξεων θα έχουν προσδιορίσει αιτιολογημένα και με απόλυτη βεβαιότητα ποιοι
υπάλληλοι έχουν την ιδιότητα του υπόχρεου σε υποβολή ΔΠΚ και ΔΟΣ, θα μπορούν
άμεσα να καταρτίζουν περαιτέρω τις καταστάσεις υπόχρεων που υποβάλλονται κατ’
εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν.3213/2003 και οι υπάλληλοι θα
ενημερώνονται άμεσα για τη σχετική τους υποχρέωση για υποβολή ΔΠΚ χωρίς να
υπάρχει ανάγκη πλέον διακριτής ενημέρωσής τους για την υποχρέωσή τους αυτή.
Δείτε αναλυτικά την
εγκύκλιο στο diavgeia.gov.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου