Το επίπεδο της Ελλάδας υπολείπεται κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες από το στόχο που έχει θέσει η Κομισιόν, για κάλυψη των εργαζομένων κατά 80% από συλλογικές συμβάσεις.
Η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, έχει δημιουργήσει υπέρμετρες προσδοκίες στους εργαζόμενους. Η κυβέρνηση αναμένεται να προχωρήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού, που αναμένεται να πλησιάσει τα 766 ευρώ (από τα 713 που βρίσκεται σήμερα), ισχυριζόμενη ότι, πρόκειται για μια «γενναία αύξηση».
Είναι όμως έτσι;
1.Η εκάστοτε αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, δεν αφορά παρά ένα μικρό ποσοστό εργαζομένων (περίπου 650.000 σε σύνολο 2,27 εκ.). Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, θα ισχύσει από την Πρωταπριλιά του 2023.Σωρευτικα, αν αθροίσει κανείς τις αυξήσεις 2022 και 2023, φτάνει σε ένα ποσοστό, της τάξεως του 15-16% ποσοστό που σε άλλες συνθήκες, θα ήταν σημαντικό. Στην τρέχουσα συγκυρία όμως, είναι παντελώς ανεπαρκές, για να καλύψει, την απώλεια εισοδημάτων, που έχουν οι εργαζόμενοι, λόγω της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας. Σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ, η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών σήμερα, καταγράφει απώλεια της τάξεως του 19% , εξαιτίας του κύματος ακρίβειας. Απώλεια καταγράφει και ο μέσος μισθός κατά 9,9%, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης, έχασε το 28% της αγοραστικής του δύναμης. Συνεπώς, ο πληθωρισμός ροκανίζει την όποια αύξηση στους μισθούς και μάλιστα πολύ περισσότερο, στους χαμηλόμισθους, που βιώνουν κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο, τις συνέπειες της κρίσης.
2.Η αύξηση του κατώτατου μισθού όμως, δεν σημαίνει ότι, θα αυξηθούν και οι μισθοί των υπολοίπων εργαζομένων, κυρίως λόγω της κατάρρευσης του συστήματος κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων, κατεύθυνση στην οποία κινήθηκε «αποφασιστικά» η κυβέρνηση της ΝΔ. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν πως το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα είναι αξιοσημείωτα χαμηλό. Το 2021 ήταν 26%, κοντά στο αντίστοιχο ποσοστό της Λετονίας και της Σλοβακίας. Στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, τα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από μισθούς, που προκύπτουν από συλλογικές συμβάσεις, ξεπερνούν συχνά το 70%. Μάλιστα, το επίπεδο της Ελλάδας υπολείπεται κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες από το στόχο που έχει θέσει η Κομισιόν, για κάλυψη των εργαζομένων κατά 80% από συλλογικές συμβάσεις. Ο Πρωθυπουργός πρόσφατα απέδωσε την κατάσταση αυτή, στην «έλλειψη κουλτούρας διαπραγμάτευσης» ξεχνώντας ηθελημένα τον πρόσφατο «νόμο Χατζηδάκη» (ν.4808/2021), που είχε ακριβώς αυτήν την στόχευση, την μετατόπιση δηλαδή, της διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας, από την συλλογική, στην ατομική σύμβαση εργασίας, όπου ξεκάθαρα υπερέχει η εργοδοτική πλευρά. Η ποινικοποίηση της απεργίας, η περιστολή των συνδικαλιστικών ελευθεριών, το «φακέλωμα» των συνδικάτων κλπ. ήταν μόνο μερικές από τις παρεμβάσεις, που έθεσαν τα συνδικάτα, σε καθεστώς «κυβερνητικής ομηρίας» και οδηγούν μοιραία σε χαμηλό ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας, μειώνοντας την διαπραγματευτική τους ισχύ. Τα στοιχεία συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του έτους 2021, δείχνουν ότι, οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν μόλις 152.077 μισθωτούς. Από αυτές, 141 επιχειρησιακές συμβάσεις (77%), οι οποίες καλύπτουν 86.171 εργαζομένους, διατηρούν αμετάβλητες τις αποδοχές, 33 επιχειρησιακές συμβάσεις (18%), οι οποίες αφορούν 60.263 εργαζομένους, προβλέπουν συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις, και οι υπόλοιπες 8, οι οποίες αφορούν 5.733 εργαζομένους, προβλέπουν μείωση αποδοχών.
Επίσης το 2021, ήταν σε ισχύ συνολικά 34 συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές), οι οποίες καλύπτουν δυνητικά, περίπου 625.000 εργαζόμενους (το 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων ήτοι 2.278.394 άτομα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ).Όμως το πραγματικό ποσοστό κάλυψης μειώνεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι, από το σύνολο των κλαδικών και των ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας, μόνο πέντε συλλογικές συμβάσεις, έχουν κηρυχτεί γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζομένους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις ισχύουν – υποχρεωτικά – μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών (εργοδοτών και εργαζομένων).Η κατάληξη αυτή δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα κυβερνητικών επιλογών.
3.Η κυβέρνηση δεν λέει φυσικά ούτε λέξη, για την κατάργηση των τριετιών (προσαυξήσεις), που κρατά τους βασικούς μισθούς καθηλωμένους. Υπενθυμίζεται ότι με τον νόμο 4093/12 «πάγωσαν» οι προσαυξήσεις στον κατώτατο μισθό λόγω προϋπηρεσίας, οι λεγόμενες δηλαδή «τριετίες», μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%, με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους, τον Φεβρουάριο του 2012. Αυτό σημαίνει ότι αν ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό είχε προλάβει μέχρι τις 14/2/2012 να κατοχυρώσει έστω την πρώτη τριετία, εξακολουθεί να παίρνει την ανάλογη προσαύξηση 10%, υπολογιζόμενη επί του εκάστοτε βασικού μισθού. Ωστόσο, δεν μπορεί να διεκδικήσει προσαύξηση για προϋπηρεσία που συμπληρώνεται από τον Φεβρουάριο του 2012 και μετά. Και αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι που προσελήφθησαν μετά τον Φεβρουάριο του 2012 έχασαν το δικαίωμα της προσαύξησης του μισθού τους λόγω προϋπηρεσίας, με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να αρκούνται στον κατώτατο μισθό, ο οποίος καταβάλλεται ως «μοναδιαία αξία», χωρίς να προσμετρούνται σε αυτόν τα χρόνια προϋπηρεσίας. Φυσικά το ποσοστό ανεργίας δεν αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από 10%, το 2023. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, οι εργαζόμενοι αυτοί που προσελήφθησαν μετά τον Φεβρουάριο του 2012, δεν θα μπορούν ούτε και το 2023 αλλά ούτε πιθανότατα και τα επόμενα έτη, να διεκδικήσουν τη προσαύξηση του μισθού τους, λόγω προϋπηρεσίας.
4.Οι εκατοντάδες επισφαλώς εργαζόμενοι (μπλοκάκια, συμβάσεις μιας μέρας, εργαζόμενοι στις «γκρίζες ζώνες», εργαζόμενοι στον πολιτισμό κλπ. ) δεν ακούν ούτε μισή λέξη, για το πώς θα βελτιωθεί, η εργασιακή τους προοπτική. Το μοντέλο της ευέλικτης και προσωρινής απασχόλησης, αντιμετωπίστηκε από τον κ.Μητσοτάκη με ευχολόγια, για μόνιμες και «σταθερές δουλειές». Κουβέντα για ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας, καμία πρόσληψη στους υποστελεχομένους ελεγκτικούς μηχανισμούς, καμία αυτοκριτική για την εργασιακή «ζούγκλα», που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι κλπ. Δεν ακούστηκε τίποτα για την αναμόρφωση του ελεγκτικού μηχανισμού του κράτους, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των επιχειρήσεων με την εργατική νομοθεσία, για την πάταξη περιπτώσεων εργοδοτικής αυθαιρεσίας και για την βελτίωση των συνθηκών απασχόλησης, δεδομένου και του υψηλού ποσοστού άτυπων μορφών απασχόλησης στην Ελλάδα. Ούτε λέξη επίσης, δεν είπε η κυβέρνηση για την κατακόρυφή αύξηση των εργατικών ατυχημάτων, αποτέλεσμα της διάλυσης του πρώην ΣΕΠΕ. Το αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι να μειώνονται τα μεροκάματα, χωρίς αυτό να καταγράφεται στους επίσημους δείκτες.
5.Μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει ότι, οι γυναίκες λαμβάνουν 16,5% χαμηλότερο μισθό από τους άνδρες. Τον Μάρτιο του 2021 οι γυναίκες εργάζονταν σχεδόν τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν 16,5% χαμηλότερο μισθό. Τον Μάρτιο του 2019 οι γυναίκες εργάζονταν πάλι σχεδόν τον ίδιο χρόνο σε σχέση με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν 17,5% χαμηλότερο μέσο μισθό. Αν και η διαφορά μεταξύ 2019 και 2021 αντανακλά μια μικρή αύξηση στις μισθολογικές αποδοχές των γυναικών, αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανή να περιορίσει το μισθολογικό χάσμα που παρατηρείται σε σχέση με τους άνδρες. Τα ανωτέρω είναι γνωστά στη κυβέρνηση η οποία πέρα από ελάχιστες παρεμβάσεις(άδειες) ελάχιστα έχει πράξει για να αλλάξει την κατάσταση την ώρα που μάλιστα χύνει κροκοδείλια δάκρυα για το δημογραφικό πρόβλημα. Σημειωτέο ότι, οι γυναίκες επηρεάζονται περισσότερο από τους άνδρες από τις μισθολογικές διαφορές-αποκλίσεις και είναι θύματα των παγωμένων και χαμηλών αποδοχών
6.Σε σχέση με τους μισθούς στον δημόσιο τομέα, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε αναμόρφωση του ενιαίου μισθολογίου, από το 2024, δηλαδή μετά τις εκλογές! Την ώρα που ζούμε την πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία, ο εισαγωγικός μισθός στον στο δημόσιο τομέα, να είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο στον ιδιωτικό τομέα (και άρα εξίσου χαμηλός), την ώρα που οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων παραμένουν καθηλωμένοι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, παρά την τεράστια ακρίβεια, την ώρα που η κυβέρνηση αντί για μόνιμες και σταθερές αυξήσεις, επιλέγει να δίνει τα περίφημα «πριμ παραγωγικότητας», bonus κλπ. ο κ .Μητσοτάκης επιλέγει, να …πετάξει την μπάλα στην εξέδρα. Είναι ενδεικτικό ότι, ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 25,6% την περίοδο 2008-2020, παρόλο που στην Ευρωζώνη, αυξήθηκε κατά 21,4% και στην Ε.Ε. κατά 23,8%. Η σημαντική μείωση του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, ξεχωρίζει ακόμη και σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, που τους επιβλήθηκαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής(Πορτογαλία, Κύπρος). Η αύξηση στην οποία αναφέρεται ο Πρωθυπουργός, αφορά ένα κονδύλι για το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, που έχει υπολογιστεί στα 500 εκατ. ευρώ. Το ανωτέρω ποσό, επαρκεί για μια αύξηση από 3-4% στους δημοσίους υπαλλήλους, την ώρα που η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των μισθών τους, ξεπερνάει το 20%.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι, η κυβέρνηση της ΝΔ και η πολιτική της, δεν αποτελούν τη λύση, αλλά τη βασική αιτία εξαιτίας της οποίας, οι μισθοί στην Ελλάδα παραμένουν καθηλωμένοι, σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, η τιμαριθμητική αναπροσαρμογή των μισθών, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο επανακαθορισμός του κατώτατου μισθού μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) η αποκατάσταση του δικαιώματος της απεργίας και της αυτονομίας των συνδικάτων, το «ξεπάγωμα» των τριετιών, η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών(επανασύσταση ΣΕΠΕ), αποτελούν την μόνη απάντηση και την διέξοδο, στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα, ο κόσμος της εργασίας.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος-Εργατολόγος)
Αναδημοσίευση από: ieidiseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου