Τα προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, είναι λίγο – πολύ γνωστά. Το Σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες αυξημένες ανάγκες της κοινωνίας, η οποία ζει όλο και περισσότερο, εξαιτίας της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης και κακοδιοίκησης, αλλά και της ανορθολογικής κατανομής μέσων και ανθρώπινων πόρων.
Επιπλέον, το σύστημα δεν διαθέτει οργανωμένη Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, σύγχρονες μονάδες περίθαλψης (νοσηλεία στο σπίτι, μονάδες ημερήσιας νοσηλείας, κέντρα αποκατάστασης, μονάδες χρονίως πασχόντων), η αξιολόγηση του προσωπικού, που γερνάει και εμφανίζει σημάδια κόπωσης ιδίως μετά την πανδημία του κορωνοϊού, είναι άγνωστη έννοια, όπως και ο έλεγχος της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους ασθενείς. Τέλος, το Εθνικό Σύστημα Υγείας, αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο λειτουργίας της παραοικονομίας.
Όπως καταλαβαίνει ο καλόπιστος αναγνώστης, οι παθογένειες ενός τέτοιου συστήματος είναι χρόνιες και για την αντιμετώπισή τους οι υπεύθυνοι θα πρέπει να συγκρουστούν με νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί ο νέος θεσμός του «προσωπικού γιατρού», που έθεσε η ισχύ από 1ης Αυγούστου το Υπουργείου Υγείας.
Ο θεσμός αυτός, αν και δοκιμασμένος και πετυχημένος στις χώρες του εξωτερικού, στην Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει. Η έννοια του οικογενειακού γιατρού είχε επιχειρηθεί να καθιερωθεί επί ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τις Τοπικές Μονάδες Υγείας, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, μιας και τόσο οι πολίτες, όσο και οι γιατροί δεν έδειξαν προθυμία να συμμετάσχουν. Οι μεν πολίτες (μόλις 1,4 εκατομμύρια πολίτες έχουν εγγραφεί), διότι ήθελαν να επιλέγουν απευθείας τον γιατρό τους, οι δε γιατροί διότι θεωρούσαν χαμηλή της αποζημίωση που τους έδινε η Πολιτεία.
Τώρα, επιχειρείται να εφαρμοστεί εκ νέου το σύστημα του οικογενειακού γιατρού, ο οποίος μετονομάστηκε σε προσωπικό γιατρό, με το Υπουργείο να δίνει περισσότερα χρήματα στους γιατρούς που συμμετέχουν και στους ασθενείς να επιβάλει οικονομικές ποινές (πρόσθετη συμμετοχή σε εξετάσεις και φάρμακα κατά 10%, το οποίο από 1ης Ιανουαρίου του 2023, θα φτάσει στο 20%).
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή στην Αχαΐα έχουν ενταχθεί στο σύστημα επιλογής μόλις 20 ιδιώτες γιατροί και υποχρεωτικά έχουν μπει περί τους 70 παθολόγους και γενικούς γιατρούς που υπηρετούν στις δημόσιες δομές υγείας, οι οποίοι σαφώς και δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του συνόλου των πολιτών.
Αναδημοσίευση από dete.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου